Ο μοϊκανός σάτυρος πήδηξε στη μέση της παιδικής χαράς και φούσκωσε το στήθος του με υπερηφάνεια.
- "Είμαι ένα κοκόρι-γίγαντας με παρδαλό λοφίο", έκρωξε. "Έχω ένα ράμφος βαρύ σαν κασμά και χτυπάω τα κεφάλια των μπάτσων, που ανοίγουν σαν καρπούζια!".
Πισωπάτησε τραμπαλιστά και ξανάκατσε ανακούρκουδα, με το λειρί του να χοροπηδάει σαν ελατήριο. Χωρίς να τον καταλάβει κανείς, ο γοτθομεταλλάς βρέθηκε ξαφνικά στο κέντρο του σκάμματος.
- "Είμαι ένα μαύρο λιοντάρι!" γρύλλισε. "Έχω χαίτη από σκοτεινή φωτιά! Ορμάω στους εχθρούς μου μέσα απ' τις σκιές και σκίζω τις σάρκες τους με τα τρομερά μου νύχια!".
Γυρίσαμε όλοι να δούμε που πήγε, αλλά είχε εξαφανιστεί. Μου φάνηκε οτι είδα δυο μάτια σαν κάρβουνα να καίνε μες' τους θάμνους.
Το πρεζόνι βγήκε μπροστά, σέρνοντας τα πόδια του και σκουντουφλώντας, φυλλοροώντας χάπια και βελόνια απ' τις τρύπιες του τσέπες.
- "Είμαι το τέρας του Λοχ-Νες" μουρμούρισε. "Κανείς δεν πιστεύει οτι υπάρχω. Παραμονεύω, κι όταν δω κάναν περαστικό τεντώνω το μακρύ λαιμό μου και του ζητάω ένα δεκάρικο".
Γελάσαν όλοι καλόκαρδα και δυο τρεις σηκώθηκαν να τον μετακινήσουν γιατί βάραγε ντάγκλες. Η αλτέρνατιβ γκόμενα πήρε τη θέση του, προσεχτικά μην πατήσει κάνα σέο, γιατί φορούσε σανδάλια.
- "Είμαι μια αρκούδα καφέ" γέλασε πονηρά "και τρέχω τρέχω τρέχω μ' έναν ξύλινο μπουφέ".
Χτύπησε το κεφάλι της για να δείξει τις τζίβες της κι έκανε στα ψέμματα το σήμα του σατανά και "γιεεεα". Άλλοι χασκογέλασαν περιφρονητικά, άλλοι χτυπήσαν παλαμάκια. Ο αναρχικός της γκόμενος την κοίταζε με χαμένα μάτια.
Γύρω στην παιδική χαρά, σαν θεατές σ' αρχαίο θέατρο, οι Φυλές της Αθήνας κάθονταν στις πέτρινες εξέδρες. Ένας-ένας σηκώνονταν και μίλαγαν για το τοτέμ τους, το πνεύμα που τους οδηγεί στην ονειρική Αθήνα. Μακρυά, απέναντι απ' τον αυτόνομο λόφο, έβλεπα την αρχαία ακρόπολη, φωταγωγημένη και σημαιοστολισμένη. Πάνω της καίγανε φωτιές και γύρω της γίνονταν εκρήξεις- οι εθνικιστές νομίζω πολεμούσαν απόψε με τους χούλιγκανς. Ψηλά, κρεμότανε η σκοτεινή πλευρά της Σελήνης, ο ήλιος του κόσμου των ονείρων, πρησμένη και κόκκινη από λαγνεία κι ενοχές.
- "Κι εσύ"; με σκούντηξαν. "Ποιό είναι το τοτέμ σου;".
Τινάχτηκα, μισοξύπνησα. Γύρισα πλευρό και βυθίστηκα πάλι. Σηκώθηκα περήφανη, περπάτησα καμαρωτή στο κέντρο της παιδικής χαράς.
- "Είμαι ένα άσπρο άλογο" τίναξα το κεφάλι μου. "Έχω απαλή, πλούσια χαίτη και μεγάλα μαύρα μάτια που σε κοιτάνε έξυπνα".
Για μια στιγμή δεν κουνιόταν τίποτα.
Μετά αρχίσαν όλοι να γελάνε. Γελούσανε κρατώντας τα πλευρά τους. Πέφτανε κάτω και κυλιόντουσαν στο χώμα. Κοπανούσαν τα πόδια και τα χέρια τους στις πλάκες του αμφιθέατρου. Σκούζαν να ξυπνήσουν οι πέτρες και τα δέντρα. Γελούσαν και γελούσαν και γελούσαν. Σταματημό δεν είχαν. Ένας-δυο μέχρι που ξύπνησαν, απ' τη μανία του γέλιου τους.
Δεν έχω ξαναντραπεί τόσο, στα όνειρά μου.
(A Suivre)