"Όλη μου τη ζωή η καρδιά μου αναζητούσε κάτι που δεν μπορώ να κατονομάσω"
-Αντρέ Μπρετόν
Από την εντατική χημειοθεραπεία, κόλλησε το μυαλό μου κι άρχισα να ονειρεύομαι σε συνέχειες. Έβλεπα τα ίδια όνειρα, τις ίδιες ιστορίες, κάθε βράδυ δυο-τρία από αυτά (γιατί ήταν και πολλά, δε χωράγαν σε μια νύχτα όλα).
Έβλεπα τον εφιάλτη με τους καρχαρίες που με κυνηγούσαν, που ένα βράδυ έπαψε να είναι εφιάλτης γιατί λύσσαξα μες' το όνειρό μου, ξανάπεσα μες' το νερό και πήρα εγώ τον καρχαρία στο κυνήγι, κι από τότε αντιστεκόμουνα, δεν καθόμουνα σαν χαμένο να τρέμω από τρόμο, αντιδρούσα. Με κυνηγούσαν ακόμη αλλά τώρα τους κυνηγούσα κι εγώ.
Πάντα όταν είχα γκόμενα έβλεπα μια γυναίκα που προσπαθούσε να με αποπλανήσει, και προσπαθούσα πάντα να της αντισταθώ κι αποτύχαινα πάντα. Πίστεψα οτι αυτή η γυναίκα ήμουν εγώ, κρυμμένη μέσα μου, να ζηλεύω αυτές τις καργιόλες που με κρατούσαν μακρυά μου, και να προσπαθώ να με πάρω μακρυά τους. Έκανα λάθος όμως- ακόμη έρχεται στα όνειρά μου, κι ακόμη δεν μπορώ να της αντισταθώ και δεν καταλαβαίνω πια τίποτα.
Προσπαθούσα να ξεκινήσω για ένα ταξίδι μ' ένα πλοίο συνήθως ή το αεροπλάνο, και τό 'χανα πάντα γιατί καθυστερούσα, να μαζέψω τα πράγματά μου, να φτιάξω τις βαλίτσες μου, να ετοιμαστώ για το ταξίδι- και όλο γύρναγα πίσω, γιατί όλο κάτι είχα ξεχάσει, πέντε, έξι, σαράντα φορές συνέχεια. Κι όλο έφτανα στο λιμάνι όταν είχε φύγει το πλοίο, στο αεροδρόμιο όταν είχε πετάξει το πουλί, στο σταθμό όταν είχα χάσει το τραίνο. Αυτό σταμάτησε όταν άλλαξα, κι έγινα γυναίκα, και ξεκίνησα τελικά για όπου ήταν να με βγάλει. Τό 'δα κιόλας από τότε δυο-τρεις φορές που πρόφταινα το καράβι μου -στο τσακ πάντα- κι έμπαινα μέσα κι έφευγα, και κοίταζα το λιμάνι να μακραίνει, χαμογελώντας, ανακουφισμένη, φιού τα κατάφερα...
Κι έβλεπα το φίλο μου, που ποτέ δε βρήκα, που έμοιαζε με τον κολλητό μου από την έκτη δημοτικού. Αυτόν που μου δήλωσε μια μέρα, ορθά κοφτά οτι δε θέλει πια να είμαστε ομάδα από σουπερήρωες, και ήθελε να κάνει παρέα με τα δημοφιλή παιδιά, και γι' αυτό δεν μπορούσαμε να κάνουμε πια παρέα γιατί θα τον δουλεύανε. Στο όνειρό μου όμως, είχα προδώσει εγώ τον φίλο μου, τον είχα αφήσει στα Χέρια των μπάτσων, δεν μπόρεσα να τον βοηθήσω, μόνο έτρεχα μες' τους έρημους δρόμους να ξεφύγω κι ύστερα άκουγα τη φωνή του κι έβλεπα το tag του: Hound.
Έβλεπα το δάσκαλό μου, που με μάθαινε ανάσες που με μεταμορφώνανε και με κάνανε να ξυπνάω μέσα στα όνειρά μου. Και τους επαναστάτες, που δουλεύανε για ν' ανατρέψουν το σύστημα, κρυμμένοι κάπου στα σωθικά του. Προσπαθούσανε να με στρατολογήσουνε, αλλά δίσταζα πάντα.
Κι όλο πλακωνόμουνα στο ξύλο, συνέχεια συνέχεια συνέχεια. Έδερνα, έβριζα, χτυπούσα. Δεν σταματούσα. Κάθε βράδυ είχε συμπλοκή, με γροθιές, με πέτρες και ξύλα, με μαχαίρια και πιστόλια. Κι ύστερα με κυνηγούσαν οι μπάτσοι, κι έκλεβα μηχανές κι έκανα απίστευτα ακροβατικά, γλύστραγα μέσα στην κίνηση, κάτω από φορτηγά, τους ξέφευγα κι ήμουνα πειρατής των δρόμων. Μετά με πιάναν, πάντα για ναρκωτικά, και με στέλνανε σ' ένα στρατόπεδο, ή σ' ένα σπίτι γεμάτο αγόρια και κορίτσια στην ηλικία μου, που κοιμόντουσαν σε κοινά δωμάτια με κουκέτες.
Παίζαμε συναυλίες με το συγκρότημα. Ποτέ αυτές που είχαμε παίξει. Αλλά είχανε πάντα την ίδια γεύση, κι ήτανε καύλα σκέτη. Κι είμασταν για μια στιγμή όλοι μαζί καλά και παίζαμε μ' ένα μυαλό, μια μουσική. Κι ήτανε πάντα σκοτεινά και μύριζε τσιγάρο, κι όλοι χτυπιόνταν σαν τρελλοί γιατί γουστάραν κάργα, όπως τότε στη Νίκαια.
Βλέπω τους πεθαμένους φίλους μου, και τη γιαγιά μου. Τους φίλους μου τους είδα μόνο μια φορά: τον Μπούνη, και τον Ινδιάνο και το Μήτσο το Ναύτη. Αυτός ήταν μια μέρα στο πάρκο, εκεί που καθόμασταν με τους άλλους και κάναμε χαβαλέ. Στεκότανε όρθιος κι είχε αφήσει ένα λουκάνικο στρατιωτικό πάνω στο παγκάκι δίπλα του. Γύρισα και τον είδα, και τρελλάθηκα από τη χαρά μου, έτρεξα κοντά του, έλεγα "το ήξερα, το ήξερα οτι ήτανε μαλακίες ψέμματα, δεν έχεις πεθάνει". Κι αυτός κουνούσε το κεφάλι του, μειδιώντας και μού 'λεγε, "άντε, πήγαινε πίσω στην κοπέλα σου τώρα". Έτσι και με τον Μπούνη και τον Ινδιάνο: τους αγκάλιαζα, χόρευα, φώναζα οτι τό 'ξερα που ήταν όλα ψέμματα, χοροπηδούσα. Με τη γιαγιά μου, ποτέ δε θυμάμαι οτι έχει πεθάνει. Αλλά πάντα με κοιτάει στεναχωρημένη και κάτι της έχω κάνει, κάπου την έχω απογοητεύσει. Χανότανε μες' στο σπίτι της στα τελευταία της και δεν πήγαινα να τη δω γιατί ντρεπόμουνα, να με δει με βυζιά και φουστάνια. Φοβόμουνα και μήπως δεν μ' αναγνωρίσει, φοβόμουνα και μήπως μ' αναγνωρίσει. Δεν της έδωσα μια ευκαιρία να μου πει "εντάξει παιδί μου, δεν πειράζει, εγώ σ' αγαπάω". Έμεινε με τον καημό πού 'χε δυο χρόνια να με δει, και τώρα δεν θα την ξαναδώ ποτέ.
Ονειρεύομαι και τις άλλες, τις πιο μεγάλες - την κυρά Δήμητρα και την Πάολα κι εκείνη τη σκρόφα την Κορίνα. Στέκονται στη γωνιά του δρόμου μέσα στους ίσκιους, και μιλάνε με σιγανές τραχιές φωνές, με βαρειές βλάχικες προφορές, στα καλιαρντά και δεν τις καταλαβαίνω. Κουτσομπολεύουνε και με νουθετούνε μέσα στην ζεστή καλοκαιρινή νύχτα.
Κι όλα αυτά είναι στιγμές και άνθρωποι που ζούσανε κι έχουν πεθάνει, κι είναι σαν να μην υπήρξανε ποτέ. Πουθενά δεν μπορώ να τους δω και να τους αγγίξω, κι υπάρχουνε μόνο μέσα μου, τους επισκέφτομαι μακρυά από την ψυχρή πραγματικότητα που δεν νοιάστηκε ποτέ γι' αυτούς, ποτέ δεν θρήνησε το χαμό τους. Ανησυχώ μόνο μήπως αλλάξω τις μνήμες τους και τους φαντάζομαι όπως τους θέλω, αντί να τους θυμάμαι όπως ήτανε. Αλλά στα όνειρά μου, το μυαλό μου είναι σβηστό και δεν μπορώ να τους πνίξω με την ασφυκτική μου σκέψη. Η ματιά μου είναι καθαρή κι όλα έχουν νόημα, όλα σημαίνουν κάτι, αλλά δεν με νοιάζει τίποτα, παρά μόνο που έχω ανοιχτά τα μάτια μου ακόμη, κι ακόμη δεν έχω πεθάνει.
Καμμιά φορά- αυτό δεν είναι όνειρο: ξυπνάω, μες τη νύχτα και σηκώνομαι πάνω, και θέλω να φωνάξω ένα όνομα που δεν ξέρω. Με πνίγει μια επιθυμία πανίσχυρη, που μου δένει κόμπο το λαιμό και με με λιγώνει και με κάνει να θέλω να μείνω γυμνή και ν' αρχίσω να τρέχω μες' τις ερημιές, να νοιώθω μόνο τον παγωμένο αέρα και το ασημένιο φως. Άλλοτε θέλω να ντυθώ πάλι πουτάνα, να περιβληθώ τη λάμψη της σκοτεινής μου εξουσίας και να πάρω τους δρόμους, να κλέψω τα μυαλά των αντρών και τις ψυχές τους, και να τους φάω ζωντανούς- ποτέ να μη γυρίσουν στα φτωχά θηλυκά που τους περιμένουν στα σπίτια τους με τις παντόφλες στο στόμα.
Κάθομαι τότε στην άκρη του κρεβατιού μου, και βαριανασαίνω, περιμένω να μου περάσει. Κι ύστερα χώνομαι πάλι κάτω από το ζεστό μου πάπλωμα, αγκαλιάζω την εξωγήινη αγάπη μου και περιμένω να με πάρει ο ύπνος, να ηρεμήσω. Και πάντα, πάντα μετά από αυτό, στα όνειρά μου πετάω.
(A Suivre)