Περί Παραμύθας.
Η αλήθεια είναι οτι μέχρι τότε, έμενα στο βουνό κι είχα μεγαλώσει χωρίς πολλή επαφή με τον έξω κόσμο. Δεν ζούσα και σε καμμιά στάνη στο Χελμό, αλλά θα μπορούσα. Βλαχάκι το παιδί μιλάμε, τελείως. Σκάω λοιπόν στην Πλατεία, τότε δεν υπήρχε ούτε το Μαύρο Πρόβατο ακόμη, συζητάμε αρχαία ιστορία. Κι εκείνη τη μέρα συγκεκριμμένα δεν υπήρχαν ούτε πανκς αναρχικοί, ούτε σκινς νεοναζί, ούτε θρασάδες μεταλλάδες χουλιγκάνια, ούτε τίποτα. Μόνο κάτι ξεπεσμένοι ροκάδες, με μισά δόντια και ξεφτισμένα μαλλιά, που τους είχε φάει η πρέζα ήτανε, και νάσου τον, τσουπ ένας από δαύτους που έρχεται να μου πέσει από δίπλα. Μ' έκοψε με τη μία, μή φας.
"Πιτσιρίκο" μου λέει, "θες μήπως να ψωνίσεις καμμιά παραμύθα;"
"Τ' είν' αυτό;" λέω εγώ, το βλαχαδερό.
"Μια σκόνη είναι" μου λέει, "που την πίνεις και βλέπεις όνειρα και νοιώθεις μάγκας βασιλιάς, γι' αυτό το λένε παραμύθα, γιατί σε παραμυθιάζει".
Μεγάλε, μην πας να δουλέψεις στη διαφήμιση μόνο, σκέφτομαι εγώ, τώρα. Τότε, του λέω:
"Σκόνη; Τί δηλαδή, ηρωίνη;" (όπως λέμε, "Σαν ναρκωτικό; Όχι, Σαν Φραντζίσκο").
"Όοοχι" μου λέει, "δέεεεν είναι ηρωίνη, δεν είναι άσπρη, έχει διάφορα χρώματα, καμμιά φορά είναι καφέ, άλλες φορές κίτρινη, μουσταρδί, βιολετιά με βούλες, εξαρτάται" από την πιτυρίδα και το νεσκαφέ που έχει βάλει μέσα ο άλλος, αλλά αυτό δεν μου τό'πε, το άφησε να κρέμεται.
"Και τί την κάνεις αυτή τη σκόνη;" ρωτάω εγώ. "Ένεση;"
"Έχει διάφορους τρόπους να την πάρεις" μου εξηγεί, "αν θες την κάνεις κι ένεση, αν θες την καπνίζεις, αν θες τη σνιφάρεις, διάφορα".
Σκόνη, λέω εγώ. Δεν είναι άσπρη, αν θες τη σουτάρεις, αν θες την καπνίζεις. Εντάξει, βλαχάκι είπαμε, αλλά ρε φίλε, δεν έχω διαβάσει τον Τσιφόρο στα Παιδιά της Πιάτσας που τα εξηγεί όλα για την πρέζα; Και πώς αλλάζει χρώμα όταν την κόψεις, και πώς ξεκινάς να την καπνίζεις, μετά τη σνιφάρεις και στο τέλος καταντάς να ψάχνεις για φλέβα στον πούτσο να βαρέσεις... Τί μου λες οτι δεν είναι πρέζα; Μοιάζω γι' Αμερικανάκι; Ε, δε σφάξανε, με τις μαλακίες.
Τέλος πάντων, του είπα του τύπου οτι δεν ενδιαφέρομαι και μετά από λίγο σηκώθηκα κι εφυγα από 'κει, και δεν ξανασχολήθηκα πολύ με την πλατεία. Και παραδόξως πώς, παρ' όλες τις μαλακίες που έκανα μετά, πρεζού δεν έγινα. Μου ψοφήσανε και κάτι γνωστοί προς φίλοι από τη χάρη της, κάνας δυο άλλοι μείνανε ζωντανοί-νεκροί να περιφέρονται, γενικώς δεν μου άρεσε το PR της, της κυρίας παραμύθας. Γλυκειά-γλυκειά, αλλά γλυκά θά 'ναι και τα σκατά σου αν έχεις φάει εκλαίρ- και που ξέρεις αν δε δοκιμάσεις, ε;
Κι όμως, από παραμύθιασμα, δόξα τω θεώ... Δεν θέλω να επεκταθώ γιατί δεν χωράει πάρα πολύ βιογραφία ετούτο το μπλογκ, αλλά έχω υπάρξει πολύ ψάρι κατά καιρούς. Τα σκέφτομαι όλα αυτά τώρα βέβαια με αφορμή την αφίσσα στο προηγούμενο ποστ, κι εκείνη εκεί τη φράση που μου κόλλησε, για τη δικιά μας νύχτα, κλπ.
Ποιά είναι η δικιά μας η νύχτα και ποιοί είμαστε εμείς που μας ανήκει; Ξεπεσμένες πουτάνες με χείλια σαν βδέλλες, ή πιτσιρίκες στο δρόμο προς τον ξεπεσμό, πρεζάκια με τη μούρη στο χώμα και τα δόντια στην τσέπη και κάτι τσαλαπατημένοι μετανάστες που σου λένε για τα πτυχία και τις σχολές που βγάλανε στην πατρίδα τους κι ήρθανε εδώ να τα βάλουνε στον κώλο τους. Ναι, yo, όταν ήμουνα Αθήνα κι εγώ έπαιρνα τους δρόμους κι έλοιωνα τις αρβύλες μου να περπατάω, ν' ανοίγω τα μάτια μου και να κοιτάω για φρέσκους τοίχους. Αλλά εκείνο που είδα είναι οτι στη νύχτα κρύβονται όλοι αυτοί που θέλουμε να φέρουμε στο φως, για να μοιραστούνε ό,τι καλό έχει τέλος πάντων να προσφέρει ο Σύγχρονος Τρόπος Ζωής. Εγώ τουλάχιστον, θέλω να τους δω στο φως, να τους δω να εντάσσονται και να κοινωνικοποιούνται, πρεζόνια, πόρνες και απροσάρμοστα φρικιά, κι ας μη γουστάρουνε, κι ας προτιμάνε να μένουνε μες' τα σκοτάδια και τις σκιές και να σαπίζουνε ανενόχλητοι. Να βγούνε στο φώς, με το ζόρι.
Εγώ βαρέθηκα να ζω σαν το βρυκόλακα. Αυτόν τον καιρό μ' έχει πάρει από κάτω, γιατί τώρα στο πανεπιστήμιο ανακάλυψα οτι είμαι καλή σ' αυτά που κάνω, τους προγραμματισμούς και τις αναλύσεις δεδομένων κι όλα αυτά τα τεχνικά. Με παίρνει από κάτω, γιατί θα μπορούσα να το έχω καταλάβει τόσα χρόνια πριν, και νά 'χω ασχοληθεί από τότε, αντί να καβουρδίζω τα γάγγλιά μου μ' ό,τι πρέζα μου φαινόταν ακίνδυνη (ξέρεις... πρέζα δεν είναι μόνο η ηρωίνη). Αντί να την βλέπω ροκ και να ψάχνω για περιπέτειες κι ένα ιπτάμενο πειρατικό να με πάρει να χαθούμε στο ηλιοβασίλεμα, θα μπορούσα να έχω ανακαλύψει την αληθινή μαγεία- της ανθρώπινης γνώσης που τη λέμε επιστήμη και της ανθρώπινης εφευρετικότητας που τη λέμε τεχνολογία. Της ανθρώπινης μαγκιάς, που τη λέμε τεχνική και τέχνη. Αντί να ονειρεύομαι, θα μπορούσα να έχω μάθει πέντε πράγματα και στον πραγματικό κόσμο, που δε θα σταματήσει να συνδέεται και να δικτυώνεται, θα ήμουνα βασίλισσα, μάγκα μου. Βασίλισσα.
Και τί είμαι τώρα. Μια τραβεστί που πλησιάζει η ημερομηνία λήξης της κι είναι ακόμη πάνω στο ράφι, κι αγωνιώ, μπας και προφτάσω να κάνω κάτι στη ζωή μου, ν' αφήσω κάτι πίσω μου να το βλέπει κάποιος και να λέει, "γαμώ τις φάσεις, ποιός τό 'κανε αυτό;" Αντί ν' αναπολώ τις μαγικές, χαμένες εποχές, ν' αφήσω δυο γραμμές κώδικα στο δίκτυο, που να χρησιμέψουνε κάπου. Ή κάτι τέλος πάντων.
Αυτά. Μην τσιμπάτε με κανένα παραμύθι. Η μεγαλύτερη μαγεία είναι η κοινή μας καθημερινότητα.
(A Suivre)