Μάχη στους Πάγους
Πρόκειται για την πιο επική σκηνή στην ιστορία του κινηματογράφου: η (ιστορική) Μάχη στους Πάγους, από τον Αλέξαντρο Νιέφσκη του Αιζενστάιν. Πιο επική από οτιδήποτε έχει να προσφέρει ο σύγχρονος κινηματογράφος, μ' όλη την ισχύ του CGI. Αν και γυρισμένη το 1938, δεκαετίες πριν τα βιντεοκλίπ, θα μπορούσε να είναι βιντεοκλίπ -για τη μουσική του Προκόφιεφ, στο σάουντρακ.
Βλέπουμε την έφοδο των Τευτόνων ιπποτών ενάντια στις στρατιές του Νιέφσκη, πρίγκηπα της Δημοκρατίας του Νοβγκορόντ, στις 5 Απρίλη του 1242, πάνω στην παγωμένη λίμνη Πέιπους. Στην ιστορική μάχη, οι Τεύτονες ιππότες τράπηκαν σε φυγή όταν οι στρατιές του Νιέβσκη τους έκλεισαν σε ψαλίδα. Στην ταινία του Αϊζενστάιν, πνίγονται στο παγωμένο νερό όταν σπάει ο πάγος, αλλά αυτό είναι πιο μετά απ' τη σκηνή της μάχης.
Απορούσα πάντα γι' αυτή τη σκηνή επειδή δεν είχα καταλάβει πώς ακριβώς λειτουργεί. Αν προσέξεις, η μουσική φαίνεται να ανεβαίνει πιο γρήγορα από τη δράση, να μην "πατάει" ακριβώς πάνω σ' όσα γίνονται στην οθόνη.
Για παράδειγμα, έχει μεγάλα διαστήματα όπου δεν γίνεται τίποτα, ενώ η μουσική δυναμώνει σταθερά. Βλέπεις από πολύυ μακρυά τους Τεύτονες να πλησιάζουνε, με το πάσο τους, σαν τον Λάνσελοτ στο Knights of the Holy Grail των Python's. Μετά βλέπεις τους Ρώσσους που τεντώνουν τους λαιμούς τους. Μετά τους αρχηγούς των Ρώσσων, πάνω σ' ένα βράχο, με τα λάβαρά τους. Μετά πάλι τους Τεύτονες, από πολύ μακρυά. Αυτά τα τρία πλάνα εναλλάσσονται για δυο-τρεις φορές, με την μουσική να μεγαλώνει, ενώ η δράση δεν αλλάζει.
Μετά ξαφνικά, οι σταυροφόροι πλησιάζουν κι η μουσική παίρνει τα πάνω της για τα καλά. Επιτέλους, σκεφτόμουνα μέχρι τώρα, φαίνεται να ακολουθεί η μουσική την εξέλιξη της δράσης. Βλέπεις τους ιππότες να επελαύνουνε, η μουσική αυξάνεται και πληθύνεται σ' εκείνη την τρελλή σκηνή κόμιξ, που μπροστά σκαμπανεβάζουνε δυο Τεύτονες με κατσαρόλες στο κεφάλι και πίσω περνάνε ποταμός τα oriflammes των πεζών τους.
Μετά βλέπουμε πάλι τους Ρώσσους, να το εμπαιδώσουμε που έχουνε πια αρχίσει να διακρίνουνε τους εχθρούς τους πιο καθαρά (τινάζουνε τα κεφάλια τους, φωνάζουνε, σουφρώνουνε τα φρύδια).
Και μετά- είναι οι τέσσρις ιππότες με τις μεγάλες περικεφαλαίες με τα σκαλιστά οικόσημα, αυτές που δεν φοράγανε ποτέ στη μάχη, μόνο στις παρελάσεις. Η κάμερα ανεβαίνει, από τα δεξιά, περνάει πρώτα τον ιππότη με την παλάμη κι αυτον με την τρίαινα, μετά αυτόν με το πόδι του αρπαχτικού και τέλος αυτόν με τα κέρατα του βοδιού- που είναι ο Μεγάλος Μάγιστρος να πούμε, ο σούπερ κακός, το μπος των μπος. Η μουσική, αν ήτανε τσόντα θα φώναζε "χύνω, χύνω", έχει φτάσει στο αποκορύφωμα.
Ο Νιέφσκης τους βλέπει, κατεβάζει την προσωπίδα του, ο Μπουσλάι φεύγει να τους στήσει παγίδα και μετά- αυτό ήτανε. Μετά όλα χαλαρώνουνε, κι η μουσική και όλα. Η μουσική σταματάει όταν οι Γερμανοί φτάνουνε τους Ρώσσους, συγκρούονται, αρχίζουν να σφάζονται υποτίθεται, αλλά δεν έχει πλέον ιδιαίτερο αντίκτυπο, άσε που το στήσιμο της σύγκρουσης είναι μάλλον άτσαλο, δηλαδή ενώ βλέπεις τους Ρώσσους να κατεβάζουνε τα κοντάρια τους για να υποδεχτούν τους Γερμανούς, μετά δείχνει σπαθοφόρους Ρώσσους ν' ανοίγουνε για να περάσουν οι έφιπποι Γερμανοί- επόμενο, μάλλον, γιατί αλλοιώς ή που θα τσαλαπατιόντουσαν οι πεζοί κομπάρσοι, ή που θα γίνονταν κοντοσούβλι οι έφιπποι.
Αναρωτιόμουνε εγώ λοιπόν, τί παίζεται εκεί πέρα; Γιατί είναι η κορύφωση στη φάση που βλέπουμε τον Μεγάλο Μάγιστρο; Εκεί είναι που φουντώνει η μουσική, εκεί είναι που καταλήγουν όλα. Γιατί όχι στη στιγμή της σύγκρουσης;
Και η απάντηση είναι απλή: γιατί αυτή, η στιγμή που βλέπουμε πια, το Μεγάλο Μάγιστρο και τους επιτελείς του με τις περίτεχνες περικεφαλαίες, η στιγμή που κατεβάζει ο Νιέφσκης την προσωπίδα του, αυτή είναι η στιγμή που επιτέλους αντικρύζουνε οι Ρώσσοι τον εχθρό τους, και αρχίζει η μάχη στα σοβαρά.
Είναι θέμα μπάτζετ, με καταλαβαίνεις; Δεν είχανε τότε CGI για να δείξουνε με φωτορρεαλιστική λεπτομέρεια την επαφή των Ρωσσικών κονταριών με τα Τευτονικά στήθη, κι ανάποδα. Δεν είχανε το νόου-χάου, ή τα χρήματα, να εκπαιδεύσουνε χιλιάδες κομπάρσους να παραταχτούνε και να ελίσσονται σαν πεζικάριοι και ιππείς του 1200. Δεν μπορούσανε να χορογραφήσουνε μπαλετικές εκρήξεις βίας, όπως στις ταινίες της Μάρβελ, τέλος πάντων.
... και γι' αυτό, αυτός ο μπάσταρδος ο Αϊζενστάιν, σου δείχνει αυτό που μπορεί να σου δείξει, την προσμονή και την αγωνία των Ρώσσων, την φοβερή και τρομερή όψη του εχθρού τους- κι αφήνει τις λεπτομέρειες στη φαντασία σου. Όπως κάθε μάστορας της αφήγησης, όπως ο Λάβκραφτ που ποτέ δεν σου περιγράφει τον Μέγα Κθούλου, γιατί κανείς δεν φοβάται το καλαμάρια, αλλά όλοι έχουμε το όραμα του τρόμου μέσα μας. Ο καλός μάστορας, ξέρει, οτι την ανθρώπινη φαντασία δεν τη φτάνει καμμία απεικόνιση, καμμία τέχνη- ούτε σκηνοθεσία, ούτε CGI, ούτε τίποτα. Και για να κάνεις εντύπωση στο κοινό σου, πρέπει να του τα στήσεις έτσι που να φανταστεί μόνο του ό,τι πιο έντονο, ό,τι πιο τρομερό, ό,τι πιο επικό, μπορεί να φανταστεί.
Πρέπει να του τη ρίξεις- τσάαακ, στο συναίσθημα.
Δεν θα το τραβήξω παραπέρα, να πω οτι ο σύγχρονος κινηματογράφος δεν μπορεί να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα με τον Αϊζενστάιν, επειδή κυνηγάει την λεπτομέρεια. Γιατί, ΟΚ, καλό είναι το CGI, καλός είναι κι ο φωτορρεαλισμός, διασκεδάζεις και το φχαριστιέσαι. Ίσως στη σπάει λίγο να βλέπεις κάτι ξενέρωτους να παίζουνε το ρόλο του Λέγκολα και του Γκίμλη, που δεν μοιάζουνε καθόλου στους πραγματικούς χαρακτήρες, όπως τους έχεις δει εσύ με τα μάτια σου (τα μάτια της φαντασίας σου). Αλλά ξεπερνιούνται αυτά και καλά περνάς, στην τελική, με τις μοντέρνες ταινίες δράσης, αν έχεις και λίγο ποπκόρν και κάνα γκομενάκι από δίπλα.
Και ξέρω καλά οτι ανθρώποι που δεν έχουνε δει ταινίες γυρισμένες πριν το 1980, θα βλέπουνε τον Αλέξανδρο Νιέφσκη και θα χασκογελάνε, ή θα λένε "βαρετές μαλακίες που γυρνάγανε παλιά που δεν είχανε κομπιούτερ". Γιατί αν στα δίνουνε μια ζωή έτοιμα, στο πιάτο, ποιά φαντασία και μαλακίες; Είναι κι αυτό - να χρησιμοποιείς τη φαντασία σου - μια δεξιότητα που πρέπει να την εξασκήσεις, όπως το σκάκι ή το Μάτζικ: δε Γκάδερινγκ.
Αλλά, εγώ προσωπικά, που έχω δει και ταινίες πριν το 1980, και που γουστάρω τα επικά κάργα, που να ταρακουνάνε τη χυδαία Μεταλλάδικη ψυχή μου, εγώ λοιπόν, δεν έχω δει τίποτα που να ξεπερνάει την Μάχη στους Πάγους. Και δεν νομίζω οτι θα δω και ποτέ.
(A Suivre)
Βλέπουμε την έφοδο των Τευτόνων ιπποτών ενάντια στις στρατιές του Νιέφσκη, πρίγκηπα της Δημοκρατίας του Νοβγκορόντ, στις 5 Απρίλη του 1242, πάνω στην παγωμένη λίμνη Πέιπους. Στην ιστορική μάχη, οι Τεύτονες ιππότες τράπηκαν σε φυγή όταν οι στρατιές του Νιέβσκη τους έκλεισαν σε ψαλίδα. Στην ταινία του Αϊζενστάιν, πνίγονται στο παγωμένο νερό όταν σπάει ο πάγος, αλλά αυτό είναι πιο μετά απ' τη σκηνή της μάχης.
Απορούσα πάντα γι' αυτή τη σκηνή επειδή δεν είχα καταλάβει πώς ακριβώς λειτουργεί. Αν προσέξεις, η μουσική φαίνεται να ανεβαίνει πιο γρήγορα από τη δράση, να μην "πατάει" ακριβώς πάνω σ' όσα γίνονται στην οθόνη.
Για παράδειγμα, έχει μεγάλα διαστήματα όπου δεν γίνεται τίποτα, ενώ η μουσική δυναμώνει σταθερά. Βλέπεις από πολύυ μακρυά τους Τεύτονες να πλησιάζουνε, με το πάσο τους, σαν τον Λάνσελοτ στο Knights of the Holy Grail των Python's. Μετά βλέπεις τους Ρώσσους που τεντώνουν τους λαιμούς τους. Μετά τους αρχηγούς των Ρώσσων, πάνω σ' ένα βράχο, με τα λάβαρά τους. Μετά πάλι τους Τεύτονες, από πολύ μακρυά. Αυτά τα τρία πλάνα εναλλάσσονται για δυο-τρεις φορές, με την μουσική να μεγαλώνει, ενώ η δράση δεν αλλάζει.
Μετά βλέπουμε πάλι τους Ρώσσους, να το εμπαιδώσουμε που έχουνε πια αρχίσει να διακρίνουνε τους εχθρούς τους πιο καθαρά (τινάζουνε τα κεφάλια τους, φωνάζουνε, σουφρώνουνε τα φρύδια).
Και μετά- είναι οι τέσσρις ιππότες με τις μεγάλες περικεφαλαίες με τα σκαλιστά οικόσημα, αυτές που δεν φοράγανε ποτέ στη μάχη, μόνο στις παρελάσεις. Η κάμερα ανεβαίνει, από τα δεξιά, περνάει πρώτα τον ιππότη με την παλάμη κι αυτον με την τρίαινα, μετά αυτόν με το πόδι του αρπαχτικού και τέλος αυτόν με τα κέρατα του βοδιού- που είναι ο Μεγάλος Μάγιστρος να πούμε, ο σούπερ κακός, το μπος των μπος. Η μουσική, αν ήτανε τσόντα θα φώναζε "χύνω, χύνω", έχει φτάσει στο αποκορύφωμα.
Ο Νιέφσκης τους βλέπει, κατεβάζει την προσωπίδα του, ο Μπουσλάι φεύγει να τους στήσει παγίδα και μετά- αυτό ήτανε. Μετά όλα χαλαρώνουνε, κι η μουσική και όλα. Η μουσική σταματάει όταν οι Γερμανοί φτάνουνε τους Ρώσσους, συγκρούονται, αρχίζουν να σφάζονται υποτίθεται, αλλά δεν έχει πλέον ιδιαίτερο αντίκτυπο, άσε που το στήσιμο της σύγκρουσης είναι μάλλον άτσαλο, δηλαδή ενώ βλέπεις τους Ρώσσους να κατεβάζουνε τα κοντάρια τους για να υποδεχτούν τους Γερμανούς, μετά δείχνει σπαθοφόρους Ρώσσους ν' ανοίγουνε για να περάσουν οι έφιπποι Γερμανοί- επόμενο, μάλλον, γιατί αλλοιώς ή που θα τσαλαπατιόντουσαν οι πεζοί κομπάρσοι, ή που θα γίνονταν κοντοσούβλι οι έφιπποι.
Αναρωτιόμουνε εγώ λοιπόν, τί παίζεται εκεί πέρα; Γιατί είναι η κορύφωση στη φάση που βλέπουμε τον Μεγάλο Μάγιστρο; Εκεί είναι που φουντώνει η μουσική, εκεί είναι που καταλήγουν όλα. Γιατί όχι στη στιγμή της σύγκρουσης;
Και η απάντηση είναι απλή: γιατί αυτή, η στιγμή που βλέπουμε πια, το Μεγάλο Μάγιστρο και τους επιτελείς του με τις περίτεχνες περικεφαλαίες, η στιγμή που κατεβάζει ο Νιέφσκης την προσωπίδα του, αυτή είναι η στιγμή που επιτέλους αντικρύζουνε οι Ρώσσοι τον εχθρό τους, και αρχίζει η μάχη στα σοβαρά.
Είναι θέμα μπάτζετ, με καταλαβαίνεις; Δεν είχανε τότε CGI για να δείξουνε με φωτορρεαλιστική λεπτομέρεια την επαφή των Ρωσσικών κονταριών με τα Τευτονικά στήθη, κι ανάποδα. Δεν είχανε το νόου-χάου, ή τα χρήματα, να εκπαιδεύσουνε χιλιάδες κομπάρσους να παραταχτούνε και να ελίσσονται σαν πεζικάριοι και ιππείς του 1200. Δεν μπορούσανε να χορογραφήσουνε μπαλετικές εκρήξεις βίας, όπως στις ταινίες της Μάρβελ, τέλος πάντων.
... και γι' αυτό, αυτός ο μπάσταρδος ο Αϊζενστάιν, σου δείχνει αυτό που μπορεί να σου δείξει, την προσμονή και την αγωνία των Ρώσσων, την φοβερή και τρομερή όψη του εχθρού τους- κι αφήνει τις λεπτομέρειες στη φαντασία σου. Όπως κάθε μάστορας της αφήγησης, όπως ο Λάβκραφτ που ποτέ δεν σου περιγράφει τον Μέγα Κθούλου, γιατί κανείς δεν φοβάται το καλαμάρια, αλλά όλοι έχουμε το όραμα του τρόμου μέσα μας. Ο καλός μάστορας, ξέρει, οτι την ανθρώπινη φαντασία δεν τη φτάνει καμμία απεικόνιση, καμμία τέχνη- ούτε σκηνοθεσία, ούτε CGI, ούτε τίποτα. Και για να κάνεις εντύπωση στο κοινό σου, πρέπει να του τα στήσεις έτσι που να φανταστεί μόνο του ό,τι πιο έντονο, ό,τι πιο τρομερό, ό,τι πιο επικό, μπορεί να φανταστεί.
Πρέπει να του τη ρίξεις- τσάαακ, στο συναίσθημα.
Δεν θα το τραβήξω παραπέρα, να πω οτι ο σύγχρονος κινηματογράφος δεν μπορεί να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα με τον Αϊζενστάιν, επειδή κυνηγάει την λεπτομέρεια. Γιατί, ΟΚ, καλό είναι το CGI, καλός είναι κι ο φωτορρεαλισμός, διασκεδάζεις και το φχαριστιέσαι. Ίσως στη σπάει λίγο να βλέπεις κάτι ξενέρωτους να παίζουνε το ρόλο του Λέγκολα και του Γκίμλη, που δεν μοιάζουνε καθόλου στους πραγματικούς χαρακτήρες, όπως τους έχεις δει εσύ με τα μάτια σου (τα μάτια της φαντασίας σου). Αλλά ξεπερνιούνται αυτά και καλά περνάς, στην τελική, με τις μοντέρνες ταινίες δράσης, αν έχεις και λίγο ποπκόρν και κάνα γκομενάκι από δίπλα.
Και ξέρω καλά οτι ανθρώποι που δεν έχουνε δει ταινίες γυρισμένες πριν το 1980, θα βλέπουνε τον Αλέξανδρο Νιέφσκη και θα χασκογελάνε, ή θα λένε "βαρετές μαλακίες που γυρνάγανε παλιά που δεν είχανε κομπιούτερ". Γιατί αν στα δίνουνε μια ζωή έτοιμα, στο πιάτο, ποιά φαντασία και μαλακίες; Είναι κι αυτό - να χρησιμοποιείς τη φαντασία σου - μια δεξιότητα που πρέπει να την εξασκήσεις, όπως το σκάκι ή το Μάτζικ: δε Γκάδερινγκ.
Αλλά, εγώ προσωπικά, που έχω δει και ταινίες πριν το 1980, και που γουστάρω τα επικά κάργα, που να ταρακουνάνε τη χυδαία Μεταλλάδικη ψυχή μου, εγώ λοιπόν, δεν έχω δει τίποτα που να ξεπερνάει την Μάχη στους Πάγους. Και δεν νομίζω οτι θα δω και ποτέ.
(A Suivre)