Ο κύριος Εξάρχου
Μεγάλωσα με ξύλο- πολύ ξύλο. Όταν ήμουνα πέντε χρονών, οι γονείς μου χωρίσανε, γιατί δεν πήγαινε άλλο πια η κατάσταση. Άλλες οικογένειες έχουνε πρόβλημα με το ποτό. Συνήθως πίνει ο άντρας και βαράει τη γυναίκα του. Στη δική μας, δεν ήτανε θέμα μέθης και δεν κάναμε διακρίσεις με βάση το φύλο. Απλώς αρχίζανε να τσιρίζουνε και να πλακώνονται στις φάπες, κι οι δύο. Δυο άνθρωποι ενήλικοι, υποτίθεται, που κανείς τους ποτέ δεν είχε άδικο, εννοείται, κοπανάγανε ο ένας τον άλλο στο κεφάλι με τις σανίδες από το κρεβάτι του παιδού τους- μπροστά στο παιδί τους. Μετά με παίρνανε παράμερα και μου δείχνανε τα καρούμπαλα και μου λέγανε, "να, είδες τί μου έκανε η μάνα σου;" ή "ο πατέρας σου;"
Αργότερα, όταν πια είχανε πάρει διαζύγιο, οι μεγάλοι (αλλά και μερικά παιδάκια) που το μαθαίνανε, παίρνανε ένα ύφος κλαμμένης ρέγγας και με ρωτάγανε, σαν τους δημοσιογράφους στις κηδείες, αν στεναχωριόμουνα. Δεν στεναχωριόμουνα. Ανακούφιση ένοιωθα, που είχαν ησυχάσει τ' αυτιά μου από τις φωνές. Και στην τελική, γιατί να στεναχωρηθώ; Μήπως έχασα κανέναν γονιό; Δύο δεν είχα και πρώτα; Δύο είχα και τώρα. Χρόνια μετά η γιαγιά μου, που με ένοιωθε, με κορόιδευε "το έχεις δίπορτο!" Ταλαιπωρήθηκα μόνο όταν αναγκαζόμουνα να κουβαλάω τα βιβλία της Δευτέρας μαζί μου την Παρασκευή, όταν πήγαινα από τον έναν στον άλλο για το Σαββατοκύριακο, μετά το σχολείο.
Δυστυχώς οι ελπίδες μου για μια ήσυχη ζωή μετά από τις κρίσεις των πρώτων πέντε χρόνων, διαψεύστηκαν. Ο πατέρας μου ήταν της παιδαγωγικής σχολής Τουξύλου- αυτής που υποστηρίζει οτι τα παιδιά χωρίς ξύλο δεν στρώνουν. Τί σκατά επιστημονική μέθοδος έβγαλε τέτοιο συμπέρασμα, επιστημονικό, θέλω να ξέρω. Ο σκοπός είναι να το "στρώσεις" το παιδί, όχι να το ισωπεδώσεις. Κι αν τύχει να είναι από κείνους τους χαρακτήρες που όσο τους βαράς τόσο μουλαρώνουνε; Τί θα γίνει; Θα το σκοτώσεις στο ξύλο, να πεθάνει;
Ε, αυτό που έγινε είναι οτι μέχρι το γυμνάσιο, εκεί γύρω, μάζεψα όσο ξύλο δεν πρόφτασε να ρίξει ο Σουγκλάκος. Δεν έφαγα, σε μια καθησιά, αρκετά για να ψοφήσω. Απ' την άλλη, το ξύλοφώρτωμα δεν σταματούσε. Έτρωγα σε συνέχεις, μου έριχνε σαν την Ελλάδα, που για μια στιγμή ξαποσταίνει κ.ο.κ. Κάθε φορά που γύρναγα στο σπίτι, κάποια αφορμή θα βρισκότανε κι άρχιζε το πάνω χέρι κάτω χέρι, σαν τον Καραγκιόζη με το Χατζηαβάτη. Σε φάση, έτσι και κάτσω να γράψω τις αναμνήσεις μου από την παιδική μου ηλικία, θα είναι κάπως έτσι: "Πήγαμε με τον πατέρα μου για μπάνιο. Με έδειρε, κάναμε ηλιοθεραπεία, με έδειρε, βούτηξα, με έδειρε, έπεσε με το ψαροντούφεκο και με έδειρε. Μετά πήγαμε για φαϊ στην ταβέρνα, με έδειρε, φάγαμε, με έδειρε, πήγα στην τουαλέτα, με έδειρε και φύγαμε." Ένα τέτοιο πράμα.
Η σχολή Τουξύλου, υπαγορεύει οτι δεν φτάνει να τρώει το παιδί μόνο στο σπίτι. Πρέπει ν' αρπάζει και στο σχολείο, γιατί αλλοίως, πώς θα μάθει γράμματα; Ο πατέρας μου ζήταγε από τους δασκάλους μου, αν κάνω αταξίες στην τάξη, ή δεν προσέχω, ή βαριούνται και δεν έχουν τί να κάνουνε, να με πλακώνουν στις μπούφλες. Τους το έλεγε και μπροστά μου, για να είναι σίγουρος οτι έπιασα το υποννοούμενο. Όταν έτρωγα σκαμπίλι από το χέρι του κυρίου Δάρα, με τη νυχάρα στο μικρό δαχτυλάκι, να ξέρω οτι είναι η προέκταση του χεριού του πατέρα μου (άρα μάλλον δεν το είχε σκεφτεί έτσι γραφικά).
Στην έκτη Δημοτικού, ο κύριος Εξάρχου, μια μέρα αποφάσισε να του κάνει το χατήρι κι επιχείρησε να με δολοφονήσει. Με σήκωσε πάνω, με στρίμωξε στη γωνία και με σάπισε στο ξύλο, μπροστά σ' όλη την τάξη που κοιτούσε έντρομη. Τα άλλα παιδάκια είχανε να το λένε μέχρι που τελειώσαμε το σχολείο. Αφού ερχόντουσαν και από άλλες τάξεις και με ρωτάγανε, "Εσύ είσαι που σε έδειρε ο Εξάρχου;" Από το πολύ ξύλο, έκανα μια βδομάδα να πάω στο σχολείο. Μόλις έφτασα σπίτι, χώθηκα στο κρεβάτι μου (το καταφύγιό μου!) κι ανέβασα πυρετό. Καμμια βδομάδα κάνανε να περάσουνε κι οι μελανιές που μου άφησε το δαχτυλίδι στις ανάποδες.
Εκείνο που με αρρώστησε περισσότερο είναι που μετά το ξύλο, μου άδειασε την τσάντα στο πάτωμα και με δούλευε για το παρατσούκλι που μου είχανε βγάλει οι συμμαθητές μου (έχω πολύ αστείο επώνυμο). Το είδε σε μια πρόσκληση για πάρτυ που μου είχε δώσει ένας συμμαθητής μου εκείνη τη μέρα και την είχα στην τσάντα μου. Φρίκαρε κι ο συμμαθητής και νόμιζε οτι έφταιγε αυτός μετά. Κάι νά' μαι τώρα εγώ, να ρουφάω τις μύξες μου από τη μιά κι απ' την άλλη να προσπαθώ να του εξηγήσω του συμμαθητή οτι δεν φταίει αυτός, γιατί είμαστε φίλοι και δεν με πειράζει να με λέει έτσι...
Στην Τρίτη Λυκείου, μετά από μια μικρή περιπέτεια με μια κατάληψη στέγης, ένα εργαστήριο αρτοποιίας- ζαχαροπλαστικής και το τμήμα Ανηλίκων της Ασφάλειας Αθηνών, βρέθηκα πάλι στο σχολείο μου, να παριστάνω το καλό παιδί, μπας και γλυτώσω την καταδίκη (έπιασε τελικά). Εντωμεταξύ, είχα περάσει μια περίοδο χάλια μαύρα, που έμενα όλη μέρα στο κρεβάτι, και δεν είχα ενέργεια να κάνω τίποτα, μόνο τριγυρνούσα μες' το σπίτι με κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα. Η μάνα μου, δεινή ψυχολόγος (στον ύπνο της) με έσυρε στο γυμναστήριο της γειτονιάς μπας και συνέρθω. Και να δεις που δούλεψε. Παρά δούλεψε.
Έγινα το γομάρι του σχολείου. Ε; Ναι, εγώ. Μ΄αρέσουνε τα γυμνασμένα αντρικά σώματα. Μ' αρέσουνε πολύ, και μ' αρέσουνε πολύ γυμνασμένα. Και μια κι είχα το δικό μου πρόχειρο, είπα, δε γαμιέται; Αφού δεν θα γίνω ποτέ γκόμενα, ας γίνω ωραίος γκόμενος, τουλάχιστον, να μ' έχω να με χαίρομαι. Το παράκανα όμως, είναι αλήθεια. Κάποια στιγμή, αρχίσανε να μου δίνουνε το κλειδί του γυμναστηρίου για να ανοίγω τα Σάββατα, έκανα πρόγραμμα έξι μέρες τη βδομάδα κι είχα φτάσει να σπρώχνω 215 κιλά στην πρέσα για τα πόδια (δεν ήμουνα ακόμη σε ηλικία για σκουώτς). Είχα γίνει τούμπανο- νταούλι!
Κάπου σ' εκείνη τη φάση, βρέθηκα μια μέρα έξω από τις αίθουσες της έκτης δημοτικού. Σε ώρα διαλείμματος, πέτυχα τον κύριο Εξάρχου, να στέκεται στην είσοδο της τάξης του, και να με κοιτάει με τα γουρλωτά του μάτια. Ήτανε πιο κοντός απ' ότι τον θυμόμουνα- ένας μαυριδερός ζουμπάς με κοιλάρα κι αραιά μαλλιά, γλειμμένα στο κεφάλι. Τον έβλεπα να με κοιτάει και ήξερα τί θυμότανε, γιατί θυμόμουνα το ίδιο κι εγώ. Και ήξερα και τί σκεφτότανε, γιατί κι εγώ το ίδιο σκεφτόμουνα.
Ότι ώρα ήθελα, μπορούσα να τον πιάσω και να τον δέσω φιόγκο. Να του τσακίσω τα κόκαλα του πούστη, να τον μάθω να βαράει παιδάκια. Τί θα πεί του είχα γαμήσει το μάθημα; Έτσι τα μαθαίνουνε τα παιδιά; Κι άμα μεγαλώσουνε, τί νομίζεις οτι θα γίνουνε, αν τα έχεις μάθει έτσι; Αν τον έλοιωνα σα σκουλήκι τώρα που μπορούσα, το μάθημά του δεν θα τον τάιζα, να σκάσει; Έπρεπε ή δεν έπρεπε να τον σκίσω ξέφτια;
Είχα ήδη φάει μια κατραπακιά απίστευτη, από τη ζωή (που λένε) εκείνη την εποχή κι έκανε καιρό πολύ να μου περάσει. Εκείνη τη μέρα όμως, δε μάσησα. Δεν είχα πια ανάγκη να φοβάμαι καμμιά μαλακόφατσα σαν κι αυτόνε. Είχα σταθεί στα πόδια μου. Είχα βρει τη δύναμή μου. Και δεν είχα ανάγκη κανέναν. Έλαμπα από μέσα μου, με το δικό μου φώς κι είχα διαλέξει ποιό μάθημα να μάθω στη ζωή μου. Δεν διάλεξα το μάθημα του Εξάρχου, και του πατέρα μου, και της γενιάς τους, οτι μόνο με το ζόρι γίνεσαι άνθρωπος. Έμαθα οτι μέσα μου, είμαι από χρυσάφι, οτι ήρθα στον κόσμο για να τον κάνω καλύτερο, όχι χειρότερο.
Έφυγα λοιπόν και τον άφησα να κάνει το σταυρό του, που δεν ήμουνα κι εγώ καθήκι σαν τα μούτρα του. Γιατί έτσι και τον βούταγα, δεν θα ξαναπερπατούσε, ο σκατόγερος... το μαλάκα.
(A Suivre)
Αργότερα, όταν πια είχανε πάρει διαζύγιο, οι μεγάλοι (αλλά και μερικά παιδάκια) που το μαθαίνανε, παίρνανε ένα ύφος κλαμμένης ρέγγας και με ρωτάγανε, σαν τους δημοσιογράφους στις κηδείες, αν στεναχωριόμουνα. Δεν στεναχωριόμουνα. Ανακούφιση ένοιωθα, που είχαν ησυχάσει τ' αυτιά μου από τις φωνές. Και στην τελική, γιατί να στεναχωρηθώ; Μήπως έχασα κανέναν γονιό; Δύο δεν είχα και πρώτα; Δύο είχα και τώρα. Χρόνια μετά η γιαγιά μου, που με ένοιωθε, με κορόιδευε "το έχεις δίπορτο!" Ταλαιπωρήθηκα μόνο όταν αναγκαζόμουνα να κουβαλάω τα βιβλία της Δευτέρας μαζί μου την Παρασκευή, όταν πήγαινα από τον έναν στον άλλο για το Σαββατοκύριακο, μετά το σχολείο.
Δυστυχώς οι ελπίδες μου για μια ήσυχη ζωή μετά από τις κρίσεις των πρώτων πέντε χρόνων, διαψεύστηκαν. Ο πατέρας μου ήταν της παιδαγωγικής σχολής Τουξύλου- αυτής που υποστηρίζει οτι τα παιδιά χωρίς ξύλο δεν στρώνουν. Τί σκατά επιστημονική μέθοδος έβγαλε τέτοιο συμπέρασμα, επιστημονικό, θέλω να ξέρω. Ο σκοπός είναι να το "στρώσεις" το παιδί, όχι να το ισωπεδώσεις. Κι αν τύχει να είναι από κείνους τους χαρακτήρες που όσο τους βαράς τόσο μουλαρώνουνε; Τί θα γίνει; Θα το σκοτώσεις στο ξύλο, να πεθάνει;
Ε, αυτό που έγινε είναι οτι μέχρι το γυμνάσιο, εκεί γύρω, μάζεψα όσο ξύλο δεν πρόφτασε να ρίξει ο Σουγκλάκος. Δεν έφαγα, σε μια καθησιά, αρκετά για να ψοφήσω. Απ' την άλλη, το ξύλοφώρτωμα δεν σταματούσε. Έτρωγα σε συνέχεις, μου έριχνε σαν την Ελλάδα, που για μια στιγμή ξαποσταίνει κ.ο.κ. Κάθε φορά που γύρναγα στο σπίτι, κάποια αφορμή θα βρισκότανε κι άρχιζε το πάνω χέρι κάτω χέρι, σαν τον Καραγκιόζη με το Χατζηαβάτη. Σε φάση, έτσι και κάτσω να γράψω τις αναμνήσεις μου από την παιδική μου ηλικία, θα είναι κάπως έτσι: "Πήγαμε με τον πατέρα μου για μπάνιο. Με έδειρε, κάναμε ηλιοθεραπεία, με έδειρε, βούτηξα, με έδειρε, έπεσε με το ψαροντούφεκο και με έδειρε. Μετά πήγαμε για φαϊ στην ταβέρνα, με έδειρε, φάγαμε, με έδειρε, πήγα στην τουαλέτα, με έδειρε και φύγαμε." Ένα τέτοιο πράμα.
Η σχολή Τουξύλου, υπαγορεύει οτι δεν φτάνει να τρώει το παιδί μόνο στο σπίτι. Πρέπει ν' αρπάζει και στο σχολείο, γιατί αλλοίως, πώς θα μάθει γράμματα; Ο πατέρας μου ζήταγε από τους δασκάλους μου, αν κάνω αταξίες στην τάξη, ή δεν προσέχω, ή βαριούνται και δεν έχουν τί να κάνουνε, να με πλακώνουν στις μπούφλες. Τους το έλεγε και μπροστά μου, για να είναι σίγουρος οτι έπιασα το υποννοούμενο. Όταν έτρωγα σκαμπίλι από το χέρι του κυρίου Δάρα, με τη νυχάρα στο μικρό δαχτυλάκι, να ξέρω οτι είναι η προέκταση του χεριού του πατέρα μου (άρα μάλλον δεν το είχε σκεφτεί έτσι γραφικά).
Στην έκτη Δημοτικού, ο κύριος Εξάρχου, μια μέρα αποφάσισε να του κάνει το χατήρι κι επιχείρησε να με δολοφονήσει. Με σήκωσε πάνω, με στρίμωξε στη γωνία και με σάπισε στο ξύλο, μπροστά σ' όλη την τάξη που κοιτούσε έντρομη. Τα άλλα παιδάκια είχανε να το λένε μέχρι που τελειώσαμε το σχολείο. Αφού ερχόντουσαν και από άλλες τάξεις και με ρωτάγανε, "Εσύ είσαι που σε έδειρε ο Εξάρχου;" Από το πολύ ξύλο, έκανα μια βδομάδα να πάω στο σχολείο. Μόλις έφτασα σπίτι, χώθηκα στο κρεβάτι μου (το καταφύγιό μου!) κι ανέβασα πυρετό. Καμμια βδομάδα κάνανε να περάσουνε κι οι μελανιές που μου άφησε το δαχτυλίδι στις ανάποδες.
Εκείνο που με αρρώστησε περισσότερο είναι που μετά το ξύλο, μου άδειασε την τσάντα στο πάτωμα και με δούλευε για το παρατσούκλι που μου είχανε βγάλει οι συμμαθητές μου (έχω πολύ αστείο επώνυμο). Το είδε σε μια πρόσκληση για πάρτυ που μου είχε δώσει ένας συμμαθητής μου εκείνη τη μέρα και την είχα στην τσάντα μου. Φρίκαρε κι ο συμμαθητής και νόμιζε οτι έφταιγε αυτός μετά. Κάι νά' μαι τώρα εγώ, να ρουφάω τις μύξες μου από τη μιά κι απ' την άλλη να προσπαθώ να του εξηγήσω του συμμαθητή οτι δεν φταίει αυτός, γιατί είμαστε φίλοι και δεν με πειράζει να με λέει έτσι...
Στην Τρίτη Λυκείου, μετά από μια μικρή περιπέτεια με μια κατάληψη στέγης, ένα εργαστήριο αρτοποιίας- ζαχαροπλαστικής και το τμήμα Ανηλίκων της Ασφάλειας Αθηνών, βρέθηκα πάλι στο σχολείο μου, να παριστάνω το καλό παιδί, μπας και γλυτώσω την καταδίκη (έπιασε τελικά). Εντωμεταξύ, είχα περάσει μια περίοδο χάλια μαύρα, που έμενα όλη μέρα στο κρεβάτι, και δεν είχα ενέργεια να κάνω τίποτα, μόνο τριγυρνούσα μες' το σπίτι με κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα. Η μάνα μου, δεινή ψυχολόγος (στον ύπνο της) με έσυρε στο γυμναστήριο της γειτονιάς μπας και συνέρθω. Και να δεις που δούλεψε. Παρά δούλεψε.
Έγινα το γομάρι του σχολείου. Ε; Ναι, εγώ. Μ΄αρέσουνε τα γυμνασμένα αντρικά σώματα. Μ' αρέσουνε πολύ, και μ' αρέσουνε πολύ γυμνασμένα. Και μια κι είχα το δικό μου πρόχειρο, είπα, δε γαμιέται; Αφού δεν θα γίνω ποτέ γκόμενα, ας γίνω ωραίος γκόμενος, τουλάχιστον, να μ' έχω να με χαίρομαι. Το παράκανα όμως, είναι αλήθεια. Κάποια στιγμή, αρχίσανε να μου δίνουνε το κλειδί του γυμναστηρίου για να ανοίγω τα Σάββατα, έκανα πρόγραμμα έξι μέρες τη βδομάδα κι είχα φτάσει να σπρώχνω 215 κιλά στην πρέσα για τα πόδια (δεν ήμουνα ακόμη σε ηλικία για σκουώτς). Είχα γίνει τούμπανο- νταούλι!
Κάπου σ' εκείνη τη φάση, βρέθηκα μια μέρα έξω από τις αίθουσες της έκτης δημοτικού. Σε ώρα διαλείμματος, πέτυχα τον κύριο Εξάρχου, να στέκεται στην είσοδο της τάξης του, και να με κοιτάει με τα γουρλωτά του μάτια. Ήτανε πιο κοντός απ' ότι τον θυμόμουνα- ένας μαυριδερός ζουμπάς με κοιλάρα κι αραιά μαλλιά, γλειμμένα στο κεφάλι. Τον έβλεπα να με κοιτάει και ήξερα τί θυμότανε, γιατί θυμόμουνα το ίδιο κι εγώ. Και ήξερα και τί σκεφτότανε, γιατί κι εγώ το ίδιο σκεφτόμουνα.
Ότι ώρα ήθελα, μπορούσα να τον πιάσω και να τον δέσω φιόγκο. Να του τσακίσω τα κόκαλα του πούστη, να τον μάθω να βαράει παιδάκια. Τί θα πεί του είχα γαμήσει το μάθημα; Έτσι τα μαθαίνουνε τα παιδιά; Κι άμα μεγαλώσουνε, τί νομίζεις οτι θα γίνουνε, αν τα έχεις μάθει έτσι; Αν τον έλοιωνα σα σκουλήκι τώρα που μπορούσα, το μάθημά του δεν θα τον τάιζα, να σκάσει; Έπρεπε ή δεν έπρεπε να τον σκίσω ξέφτια;
Είχα ήδη φάει μια κατραπακιά απίστευτη, από τη ζωή (που λένε) εκείνη την εποχή κι έκανε καιρό πολύ να μου περάσει. Εκείνη τη μέρα όμως, δε μάσησα. Δεν είχα πια ανάγκη να φοβάμαι καμμιά μαλακόφατσα σαν κι αυτόνε. Είχα σταθεί στα πόδια μου. Είχα βρει τη δύναμή μου. Και δεν είχα ανάγκη κανέναν. Έλαμπα από μέσα μου, με το δικό μου φώς κι είχα διαλέξει ποιό μάθημα να μάθω στη ζωή μου. Δεν διάλεξα το μάθημα του Εξάρχου, και του πατέρα μου, και της γενιάς τους, οτι μόνο με το ζόρι γίνεσαι άνθρωπος. Έμαθα οτι μέσα μου, είμαι από χρυσάφι, οτι ήρθα στον κόσμο για να τον κάνω καλύτερο, όχι χειρότερο.
Έφυγα λοιπόν και τον άφησα να κάνει το σταυρό του, που δεν ήμουνα κι εγώ καθήκι σαν τα μούτρα του. Γιατί έτσι και τον βούταγα, δεν θα ξαναπερπατούσε, ο σκατόγερος... το μαλάκα.
(A Suivre)