Ελάφια.
Σκοτωμένα ελάφια. Το πρώτο το είδα προχτές, στην άκρη του δρόμου, τσαλαπατημένο τραγικά, σαν νά 'χανε πάει να το διπλώσουνε όπως διπλώνουνε τα πουκάμισα. Εκεί που είχε σταματήσει το λεωφορείο, το παράθυρό μου ήταν ακριβώς από πάνω του. Τα πόδια του τσακισμένα, το κρανίο του είχε μια τρύπα, τα άντερά του είχανε γυρίσει τα μέσα-έξω, ένα κουβάρι από κόκκαλα και κρέας. Έψαξα με τα μάτια μου να βρω και είδα τα σκατά του που είχανε χυθεί απ' το σκισμένο του στομάχι, τα υποπροϊόντα της λειτουργίας ενός ζωντανού οργανισμού, και σκέφτηκα τον εαυτό μου, μια άλλη μηχανή σκατών που κάθε στιγμή μπορεί κάτι να την βρει και να την λοιώσει και να την τσακίσει, και να της σκορπίσει τα σωθικά και τα ζουμιά ένα γύρω.
Εκείνη την ώρα σκέφτηκα οτι θα ήταν το ένα από τα δύο που είχα δει την προηγούμενη μέρα, στον ίδιο δρόμο, το ένα μάλλον θηλυκό, γιατί δεν είχε κέρατα, το άλλο ένα πιτσιλωτό ζαρκάδι, μάλλον το μικρό του. Στέκονταν στην άκρη του δρόμου, μέσα στα δέντρα, και κοιτούσαν τ' αμάξια που περνούσαν σαν να προσπαθούσαν ν' αποφασίσουν αν πρέπει να περάσουν. Κι είχα ανησυχήσει τότε. Θα τα πατήσουνε, φοβόμουνα.
Εχτές όμως είδα κι άλλο, πάλι ένα γκρίζο με άσπρη κοιλιά, φουσκωμένη τούμπανο και με τα πόδια του τεντωμένα, κοκκαλιασμένα, πεταμένο στην άκρη ενός παράδρομου. Τί σκατά γίνεται, σκεφτόμουνα, τα έχουνε βάλει στο σημάδι με τ' αμάξια; Βγαίνουνε για κυνήγι ελαφιού μ' αυτοκίνητο; Αλλά δεν μπορεί, έλεγα, ποιός θα πάει να τσακίσει τ' αμάξι του για να σκοτώσει το ελάφι; Είχα μια σταλιά ελπίδας, αν η ζωή σου αξίζει λιγότερο απ' τα έξοδα για την επισκευή της μηχανής που θα σε σκοτώσει, οτι κινδυνεύεις μόνο απ' την αδιαφορία του χειριστή της.
Μετά από λίγο είδα την πινακίδα, κίτρινο τρίγωνο μ' ένα ελάφι. "Προσοχή! Ελάφια!". Λίγο, ηρέμησα. Πιο κάτω πρόσεξα πάλι την άλλη πινακίδα, με δυο σκυφτούς ανθρώπους, με μπαστούνια. "Προσοχή! Γέροντες!". Σκέφτηκα, θα δω άραγε κάναν παππού λοιωμένο, μια απ' αυτές τις μέρες, με τα σκατά του σκορπισμένα στην άσφαλτο; Θα δω καμμιά γιαγιά τουμπανιασμένη με τα πόδια και τα χέρια κόκκαλο, πεταμένη στη γωνιά του δρόμου;
Είμαι άδικη, το ξέρω. Οι παππούδες καταλαβαίνουνε τί εστί νταλίκα, και φυλάγονται κι από μόνοι τους. Το ελάφι όμως, αν το πατήσεις, το πολύ να πληρώνεις το φαναρτζή. Δε θα σε κυνηγάνε οι συγγενείς να τους πληρώνεις ψυχική οδύνη, δε θα σηκώνονται να κλαίνε στο δικαστήριο γοερά για τη γιαγιά που ήτανε το φως της ζωής τους, που τους έφτιαχνε τα κέηκ και τους έπαιρνε δώρα τα Χριστόυγεννα, και θέλουνε πενήντα χιλιάδες λίρες για να συνέλθουν από το σοκ. Λυγμ, κλαψ, κα-τσινγκ!!
Κι αν θες, αυτό είναι το μάθημά μου από την ξενιτιά. Οτι η ζωή σου αξίζει μόνο όσο τα κερατιάτικα που θα πληρώνει όποιος καταφέρει να σε ξεκάνει -είτε από μαλακία, είτε για σπορ, δεν έχει σημασία. Κι όσο πιο μακρυά είμαι από το σπίτι μου, τόσο λιγότερα αξίζει η ζωή μου. Όσο πιο βαθειά ξανοίγομαι στον κόσμο των ξένων, τόσο λιγότερο με νοιάζεται αυτός που περνάει δίπλα μου στο δρόμο, που με σκουντάει, που με σπρώχνει, που με κοιτάζει αδιάφορα κι αμέσως με ξεχνάει.
Εκείνη την ώρα σκέφτηκα οτι θα ήταν το ένα από τα δύο που είχα δει την προηγούμενη μέρα, στον ίδιο δρόμο, το ένα μάλλον θηλυκό, γιατί δεν είχε κέρατα, το άλλο ένα πιτσιλωτό ζαρκάδι, μάλλον το μικρό του. Στέκονταν στην άκρη του δρόμου, μέσα στα δέντρα, και κοιτούσαν τ' αμάξια που περνούσαν σαν να προσπαθούσαν ν' αποφασίσουν αν πρέπει να περάσουν. Κι είχα ανησυχήσει τότε. Θα τα πατήσουνε, φοβόμουνα.
Εχτές όμως είδα κι άλλο, πάλι ένα γκρίζο με άσπρη κοιλιά, φουσκωμένη τούμπανο και με τα πόδια του τεντωμένα, κοκκαλιασμένα, πεταμένο στην άκρη ενός παράδρομου. Τί σκατά γίνεται, σκεφτόμουνα, τα έχουνε βάλει στο σημάδι με τ' αμάξια; Βγαίνουνε για κυνήγι ελαφιού μ' αυτοκίνητο; Αλλά δεν μπορεί, έλεγα, ποιός θα πάει να τσακίσει τ' αμάξι του για να σκοτώσει το ελάφι; Είχα μια σταλιά ελπίδας, αν η ζωή σου αξίζει λιγότερο απ' τα έξοδα για την επισκευή της μηχανής που θα σε σκοτώσει, οτι κινδυνεύεις μόνο απ' την αδιαφορία του χειριστή της.
Μετά από λίγο είδα την πινακίδα, κίτρινο τρίγωνο μ' ένα ελάφι. "Προσοχή! Ελάφια!". Λίγο, ηρέμησα. Πιο κάτω πρόσεξα πάλι την άλλη πινακίδα, με δυο σκυφτούς ανθρώπους, με μπαστούνια. "Προσοχή! Γέροντες!". Σκέφτηκα, θα δω άραγε κάναν παππού λοιωμένο, μια απ' αυτές τις μέρες, με τα σκατά του σκορπισμένα στην άσφαλτο; Θα δω καμμιά γιαγιά τουμπανιασμένη με τα πόδια και τα χέρια κόκκαλο, πεταμένη στη γωνιά του δρόμου;
Είμαι άδικη, το ξέρω. Οι παππούδες καταλαβαίνουνε τί εστί νταλίκα, και φυλάγονται κι από μόνοι τους. Το ελάφι όμως, αν το πατήσεις, το πολύ να πληρώνεις το φαναρτζή. Δε θα σε κυνηγάνε οι συγγενείς να τους πληρώνεις ψυχική οδύνη, δε θα σηκώνονται να κλαίνε στο δικαστήριο γοερά για τη γιαγιά που ήτανε το φως της ζωής τους, που τους έφτιαχνε τα κέηκ και τους έπαιρνε δώρα τα Χριστόυγεννα, και θέλουνε πενήντα χιλιάδες λίρες για να συνέλθουν από το σοκ. Λυγμ, κλαψ, κα-τσινγκ!!
Κι αν θες, αυτό είναι το μάθημά μου από την ξενιτιά. Οτι η ζωή σου αξίζει μόνο όσο τα κερατιάτικα που θα πληρώνει όποιος καταφέρει να σε ξεκάνει -είτε από μαλακία, είτε για σπορ, δεν έχει σημασία. Κι όσο πιο μακρυά είμαι από το σπίτι μου, τόσο λιγότερα αξίζει η ζωή μου. Όσο πιο βαθειά ξανοίγομαι στον κόσμο των ξένων, τόσο λιγότερο με νοιάζεται αυτός που περνάει δίπλα μου στο δρόμο, που με σκουντάει, που με σπρώχνει, που με κοιτάζει αδιάφορα κι αμέσως με ξεχνάει.
11 σχόλια:
Κυρίως φταίει που είμαι συναισθηματικώς ευάλωτη τον τελευταίο καιρό, αλλά με έκανες και κλαίω και όπου σε πετύχω την γάμησες.
ναουμ.
Τί έχεις πάθει ρε μάτια...; Να με πετύχεις ρε, κι ας τη γάμησα, αλλά κοίτα νά 'σαι καλά. Μη με κάνεις να βάζω πάλι τη στολή της καλής νεράιδας και έχω παχύνει και δε μου πάει...
Δείτε αυτή τη σκηνή (από 00:00 ως 02:44). Είναι από το The Straight Story του David Lynch (την έχουν βάλει όλη στο YouTube, να τη δείτε, ωραία ταινία)
Ωραίος Ηλία, την είχα ξεχάσει τελείως αυτή τη σκηνή... Τό 'χα δει εννοείται, όταν έπαιζε στο σινεμά. Τον master τώρα; Αλοίμονο. Δεν τον χάνουμε. Κι ήμουνα και σε φουλ σινεφίλ mode τότε.
"Κι όσο πιο μακρυά είμαι από το σπίτι μου, τόσο λιγότερα αξίζει η ζωή μου."
Μην το ορκίζεσαι...Αν είναι ένα πράγμα που με τρομάζει, είναι το πόσο πια προσπερνάμε όλο και πιο πολύ. Γενικώς. Και παντού....
Άσε που όσο περνάει ο καιρός, όλο και πιο πολύ αναρωτιέμαι τι να ΄ναι η "πατρίδα" και τι να ΄ναι τα "ξένα" τελικά. (Αν και στο θέμα "ξένα", μάλλον είσαι πιο αρμόδια.)
Πάντως είναι γνωστό αυτό που λες, η (ανθρώπινη;) ζωή στο διά ταύτα αξίζει τόσο όσο το κόστος αφαίρεσής της. Γι' αυτό άλλωστε οι σφαίρες θα έπρεπε να πουλιούνται πολύ πολύ ακριβά. :p
Υ.Γ. Μου έλειψες.
Τα δύο τελευταία που 'χεις γράψει παίζει να είναι τα δυνατότερα που ΄χω διαβάσει εδώ μέσα...
Αιθ,
μου έλειψες κι εσύ... Ελπίζω νά 'σαι καλά ρε γαμώτο, με αυτά που βλέπω να γίνονται εκεί κάτω, ντρέπομαι να γράψω καλά νέα δικά μου πια. Ντρέπομαι νά 'μαι εγώ καλά... :(
Ραγκ,
έχω γίνει μια ξενέρωτη κυράτσα, ρε φίλε, άστα να πάνε... Τί δύναμη, πάω να φτιάξω κάνα χαλβά...
(ντάξει, γαμάει ο χαλβάς)
Δες εδώ, από το Starman, η σκηνή με το ελάφι.
Οι παλιοί φίλοι δε σε ξεχνούν, όμως...
Κι ας μη σε συανντούν στο δρόμο τυχαία, ή σκόπιμα.
Χαιρετώ σε!
Παππούλη, το ξέρω, και μου λείπουν :)
Όσο πιο βαθειά ξανοίγομαι στον κόσμο των ξένων, τόσο λιγότερο με νοιάζεται αυτός που περνάει δίπλα μου στο δρόμο, που με σκουντάει, που με σπρώχνει, που με κοιτάζει αδιάφορα κι αμέσως με ξεχνάει.
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα