Στο Χώρο Ταφής.
Ο Χώρος Ταφής. Κάποτε εδώ ήταν έρημος, ξερά χαλίκια και άγονη πέτρα. Σήμερα, είναι η βαθειά πράσινη ζούγκλα. Κοντά στο χώρο ταφής είναι τα ερείπια μιας πόλης των Αρχαίων. Ο Χώρος Ταφής ήταν ήδη αρχαίος όταν χτιζόταν η πόλη.
Οι Ηγέτες λένε οτι δεν είναι άνθρωποι θαμμένοι εκεί αλλά κάποιος δαίμονας που σκότωνε τους ανθρώπους με την μολυσματική του ανάσα. Λένε για τα αρχαία ιερογλυφικά που προειδοποιούν για μια κατάρα, το κακό που θα βρει όποιον ταξιδέψει ως εκεί, όποιον σκάψει εκεί ή προσπαθήσει να χτίσει με πέτρες κλεμμένες από τα αρχαία μνημεία. Λένε για ανθρώπους που πήγαν να σκάψουν στους τάφους και βρήκαν το θάνατο από παράξενες αρρώστιες. Η κατάρα του δαίμονα, λένε. Αυτή ερήμωσε την παλιά την πόλη. Αυτή κατέστρεψε τους αρχαίους. Αυτή γκρέμισε τους πύργους τους.
Η Σερίν δεν τα πιστεύει αυτά. Είναι μια νέα Ανιχνευτής, διαλεγμένη για το ανήσυχο πνεύμα της. Περνάει τη μέρα της χαμένη στα βιβλία, μελετάει την ιστορία. Μελετάει τη γνώση που αφήσαν πίσω τους οι αρχαίοι χτίστες των περήφανων πύργων. Μαθαίνει την ξεχασμένη μαγεία τους, τα μαθημαγικά και την εμπιστήμη. Δεν πιστεύει σε θεούς και δαίμονες με μιαρές ανάσες. Δεν πιστεύει σε κατάρες που προστατεύουν Χώρους Ταφής. Μια μέρα παίρνει το θαυμαστή της, τον Φρουρό Εμελίρ και πηγαίνουν βόλτα στη ζούγκλα, τάχατες ρομαντικό ζευγάρι- φορτωμένοι όμως σχοινιά κι εργαλεία. Ο Εμελίρ είναι μεγαλόσωμος, σαν κάθε Φρουρό- αντέχει να κουβαλήσει το σάκκο με τα εργαλεία, θα αντέξει να κουβαλήσει και τα λάφυρα.
- Σερίν, Σερίν, γλυκειά μου Σερίν! Ο δαίμονας με την μολυσματική ανάσα...
- Εμελίρ! Είσαι κουτός σαν φρουρός! Γιατί δε με ακούς ποτέ; Δεν υπάρχει δαίμονας.
- Μα, οι παραδόσεις! Οι Ηγέτες είπαν...
- Οι Ηγέτες, Εμελίρ, δεν ξέρουν να διαβάσουν τη γλώσσα των αρχαίων. Εγώ ξέρω. Δεν υπάρχουν δαίμονες και κατάρες.
- Και τότε γιατί-
- Γιατί άλλο, ρωμαλέε Εμελίρ; Γιατί να φοβάται κανείς να πλησιάσει στο Χώρο Ταφής; Γιατί να μην σκάψει κανείς εκεί;
- ... μα... για να μην... ε...
- Επειδή, Εμελίρ, στο Χώρο Ταφής είναι θαμμένος ένας θησαυρός. Ένας αρχαίος Ηγέτης με το χρυσό στεφάνι στο κεφάλι, με το χρυσό ραβδί στα χέρια. Είναι ξαπλωμένος στο φέρετρό του, σκεπασμένος χρυσάφια και πετράδια και γύρω του όλα του τα πλούτη που τον συντροφεύουν στην άλλη ζωή.
- Που τον συντροφεύουν... πού;
- Έτσι πίστευαν οι αρχαίοι, Εμελίρ. Όταν πεθαίνουμε, οτι πηγαίνουμε σε έναν άλλο κόσμο ίδιο με αυτόν εδώ. Κι οτι πρέπει να έχουμε μαζί μας τα πλούτη μας, για να ζήσουμε άνετα.
- Και οι Ηγέτες τους, γιατί δεν τους λέγαν οτι δεν είναι έτσι;
- Εμελίρ... Εμελίρ, δυνατέ μου Φρουρέ. Οι Ηγέτες των αρχαίων ήταν αυτοί που τους λέγαν όλα αυτά τα παραμύθια.
- Δεν μπορεί να λες αλήθεια, Σερίν. Πάλι πας να με μπερδέψεις με τα τεχνάσματά σου, των Ανιχνευτών, να μου βγάλεις τη μέρα, νύχτα και το κρασί, ξύδι.
- Γιατί να να σε μπερδέψω, Εμελίρ; Οι δικοί μας Ηγέτες τα ίδια δεν κάνουν; Δεν λένε όλη την ώρα ψέμματα, για να μας ελέγξουν;
- Τώρα, Σερίν, προσπαθείς να με διαβάλεις. Σ' αγαπώ, αλλά αυτό δεν θα το ανεχτώ.
- Και νά 'θελα, δυνατέ μου Εμελίρ, εσύ είσαι το ίδιο αδιάβλητος με τον ατάραχο βράχο.
Στέκονται τώρα μπροστά στο Χώρο Ταφής. Γύρω του η ζούγκλα είναι σιωπηλή, λες κι η κατάρα του δαίμονα διώχνει τα πουλιά και τα ζώα. Ο αέρας που φυσάει από τη μεριά του Χώρου Ταφής φέρνει μυρωδιά από φρέσκο ψοφίμι. Βλέπουν τριγύρω σπαρμένα τα κόκκαλα, των ζώων της ζούγκλας. Ο Φρουρός Εμελίρ διστάζει, κάνει να γυρίσει πίσω. Η Ανιχνεύτρια Σερίν τον κρατάει όμως από το χέρι, διαισθάνεται τον δισταγμό του, το φόβο που τον πλακώνει. Γραπώνεται από πάνω του και σχεδόν σκαραφλώνει στον τεράστιο όγκο του, τυλίγει τα μπράτσα της γύρω στο λαιμό του και τρίβει με πάθος τη μύτη της πάνω στη δική του. Τα χείλια τους σχεδόν αγγίζουν. Το ελεύθερο χέρι του χαϊδεύει το ξυρισμένο κεφάλι της. Αισθάνεται την καρδιά του να βροντάει στο πλατύ του στήθος. Κοιτάζει μέσα στα μάτια του, εντοπίζει την ανανεωμένη του αποφασιστικότητα και γυρνάει πάλι προς το Χώρο Ταφής κρατώντας τον από το χέρι.
Δεν τον σέρνει πια. Επιτέλους εκείνος θυμήθηκε τον Εργάτη Εοάρ, τον ανταγωνιστή του. Επιτέλους κατάλαβε τί σημάινει που η Σερίν διάλεξε αυτόν να την βοηθήσει, να σκάψει για λογαριασμό της, να την προστατέψει από τον κίνδυνο, να κουβαλήσει θησαυρούς για χάρη της. Αυτόν διάλεξε. Όχι τον Εοάρ. Σχεδόν πετάει τώρα και δε φοβάται πια τίποτα.
Περνάνε την περίμετρο του Χώρου Ταφής κι ο Εμελίρ κοντοστέκεται κοιτάζοντας απορημένος μία από τις Στήλες που είναι ακόμη όρθιες. Μισοκλείνει τα μάτια προσπαθώντας να βγάλει τα γράμματα στην επιφάνειά της, αλλά είναι σε γλώσσες αρχαίες, καιρό πια πεθαμένες.
Η Σερίν γυρνάει και ξεροβήχει, να καθαρίσει το λαιμό της. Παραμερίζει τις φυλλωσιές που μισοκρύβουν τη Στήλη, καθαρίζει την καπνιά και τα βρύα που καλύπτουν την επιφάνειά της. Ανασηκώνει το φρύδι της κι αρχίζει να διαβάζει:
- Κίνδυνος. Ετούτα τα... μνημεία, περι... περιγράφουν μια ... ελεγχόμενη περιοχή, σαράντα... ένα. Σαράντα ένα, κάτι, σε έκταση. Κοντά στο κέντρο του... από την... κοντά στο κέντρο της... οποίας... δηλητηριώδη άνθη είναι ... θαμμένα. Ναι. Αυτό λέει.
Ξεροβήχει πάλι. Με την άκρη του ματιού της κοιτάζει το σύντροφό της. Ο Φρουρός την κοιτάζει με δέος.
- Αλήθεια μπορείς να διαβάζεις τη γραφή των αρχαίων!
- Μα, ακριβώς χάρη σ' αυτή τη Στήλη.
Του δείχνει την περιφέρεια της Στήλης που είναι σκεπασμένη με την ίδια επιγραφή σε εφτά αρχαίες γλώσσες. Ο Φρουρός δεν καταλαβαίνει. Του εξηγεί, υπομονετικά: οι Ανιχνευτές γνωρίζουν λίγη από μία από τις γλώσσες των αρχαίων και χάρη σ' αυτήν καταφέραν να εξηγήσουν και τις υπόλοιπες. Με πολύ κόπο και πολλή υπομονή μετέφρασαν ένα κόμμάτι από τις επιγραφές στις Στήλες. Συνεχίζει, πιο σίγουρη για την ικανότητά της να θυμηθεί τί λέει η αρχαία επιγραφή.
- "Κοντά στο κέντρο αυτής της ελεγχόμενης περιοχής των σαράντα -κάτι, είναι... υπάρχουν... κτήρια που δείχνουν μια περιοχή που ... χρησιμεύει... χρησιμεύει για να θαφτούν... χρησιμεύει στην ταφή δηλητηριωδών τριπέταλων λουλουδιών, ερημιές... της ερημιάς, και ... τυχαία υλικά... είναι καμμένα... κρυμμένα σε μια περιοχή... εξακόσια εξήντα κάτι... Λέει οτι είναι θαμμένα βαθειά στο έδαφος... "Κανείς να μη σκάψει εδω, κανείς να μην ανοίξει τρύπες στη γη... Το νερό σας θα δηλητηριαστεί"...
Όσο η Ανιχνεύτρια διαβάζει κομπιάζοντας, ο Φρουρός κοιτάζει γύρω του καχύποπτα. Πάνω από την επιγραφή είναι σκαλισμένα δυο σύμβολα, ένα αγκαθωτό στεφάνι κι ένα λουλούδι με τρία πέταλα. Δεξιά κι αριστερά της είναι χαραγμένα δυο ανθρώπινα πρόσωπα, το ένα με τα χέρια στα αυτιά του και το στόμα ανοιχτό, σαν να φωνάζει για να ακουστεί πάνω από θόρυβο. Το άλλο είναι μισκοκαλυμμένο από τα βρύα και δε φαίνεται καθαρά. Κάτω από την επιγραφή, τρεις εικόνες που λένε μια ιστορία. Ένας ανθρώπος πλησιάζει σε ένα χαμηλό σπίτι, στολισμένο με το τριπέταλο λουλούδι. Φεύγει χορτάτος, με το λουλούδι στην κοιλιά του. Πιο κάτω σταματάει, ξαπλώνει στο έδαφος και φαίνεται να ετοιμάζεται να κοιμηθεί.
- Μια προειδοποίηση, τονίζει η Ανιχνεύτρια Σερίν. Δηλητηριώδη λουλούδια.
Δεν βλέπουν όμως τίποτα τριπέταλα λουλούδια εκεί γύρω. Ο Φρουρός Εμελίρ ανασηκώνει τους ώμους του κι η Ανιχνεύτρια Σερίν του χαμογελάει σαγηνευτικά. Τον πιάνει παλι από το χέρι και προχωράνε προς το κέντρο του Χώρου Ταφής. Εκεί, κάτω από τη Γη, τους περιμένουνε, θαμμένα πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια τα πυρηνικά απόβλητα των αρχαίων, για να τους χαρίσουν το θάνατο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα