Ρηάλιτυ (=\= πραγματικότητα)
Τον τράκαρα ένα από 'κείνα τα μαγικά καλοκαιρινά απογεύματα, εκεί που καθότανε τυλιγμένος στους καπνούς μαζί με τ' άλλα φρικιά του πάρκου. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και γυαλίζανε σαν να είχε κλάψει ώρες. Είχε αυτή την άγρια έκφραση που τον έκανε να φαίνεται σα να είναι έτοιμος να σου χυμήξει. Τον είχε μπλέξει άσχημα αυτή η φάτσα, μια-δυο φορές. Του τσαμπουκαλευότανε κόσμος στο άσχετο, επειδή τον περνάγανε για πολύ χουλιγκάνο (και δεν είναι λίγοι οι ηλίθιοι σ' αυτόν τον κόσμο που πάνε και κωλοτρίβονται εκεί που φοβούνται πως θα τσούξει).
- Ωπ.
- ... θύμισέ μου...
Κάγχασε. Με κοίταξε από πάνω ως κάτω, αργά-αργά. Στάθηκε λίγο παραπάνω στο στήθος μου, στον καβάλο μου με διαπεραστική ματιά λες κι ήθελε να δει μες' απ' το τζην. Με κοίταξε στα μάτια πάλι, μετά από καμμιά-δυο στιγμές χαλάρωσε.
- Τό 'κανες, τελικά, ε; (κούνησε το κεφάλι του)
- Τό 'κανα.
- Έ... (έδειξε προς τα κάτω) έκανες και...
- Δεν είσαι καλά! Το πουλί μου θα κόψω; Και πού θα κρεμάω το καπέλο μου;
- Έκανες όμως κάποια πλαστική στο πρόσωπο.
- Όχι ρε, με δουλεύεις; Έχω 'γω λεφτά για πλαστικές; Μόνο ριζική έχω κάνει.
- Και τα... (έδειξε προς τα πάνω).
- Ε, αυτά είναι απ' τις λατσές.
- Τις ποιές; (γούρλωσε τα μάτια). Τις πατσές; Καλά πόσα κιλά είσαι;
- Τις λατσέ--... γαμώ το χιόυμορ σου ρε μαλάκα! Δεν πας να του κάνεις καμμιά εγχείρηση μπας και στρώσει;
- Μπα, δεν υπάρχει θεραπεία. Δικό σου είναι δηλαδή όλο αυτό;
- Ε σιγά το όλο αυτό. Έχει κι ενίσχυση το σουτιέν. (τράβηξα με τρόπο να δει)
- Ααα... εντάξει. Ε, να πας να βάλεις τίποτα σιλικόνες ρε συ, μην είσαι έτσι πλάκα.
Του φωνάξανε να περιστρέψει το τσιγάρο κι έφυγε μια στιγμή, μετά γύρισε κι αυτός. Τίναξε λίγο την πλάτη να φύγουνε τα μαχαίρια και χαμογέλασε σαν να μην τρέχει τίποτα.
- Πώς να σε λέω τώρα;
- Στάσσα.
- Στάσσα; Τί είσαι ρε; Η θειά μου, που πάει στη λαϊκή να πάρει ντομάτες;
- Τό 'χα αλλοιώς παλιά, αλλά θέλω την ησυχία μου.
- Την ησυχία σου ε; Άλλαξες πολύ ρε γαμώτο... Καί τί λέει τώρα; Είσαι με κανέναν;
- Με μια γκόμενα είμαι.
- Με τί είσαι; Με γκόμενα; Καλά, θα με τρελλάνεις;
- Εντάξει, τί θες τώρα; Έτσι έκατσε. Άμα σου χτυπήσει η αγάπη την πόρτα... Let love in.
Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε πίσω από ένα θάμνο ο Κέηβ μαζί με τον Μπλίξα και μια κιθάρα κι αρχίσανε να το τραγουδάνε. Τα φρικιά στο παγκάκι πατήσανε τη τζιβάνα κι ήρθανε τρέχοντας, πήρανε θέσεις δεξιά κι αριστερά κι αρχίσανε να κάνουνε δεύτερα φωνητικά σε φάση Πλάτερς. Στο ρεφραίν ο φακός πέρασε νωχελικά πάνω απ' το μπαλέτο των πρεζολών που νταγκλάρανε συγχρονισμένα. Εν τω μεταξύ, αυτός μ' είχε πιάσει απ' τη μέση και χορεύαμε τσικ του τσικ, ψευτοταγκό. Όπως έσβηνε η μουσική, μου έδωσε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, που μου τρύπησε το δάχτυλο με το μοναδικό του αγκάθι. Η οθόνη έκλεισε σαν ίριδα γύρω από τη χοντρή, πορφυρή σταγόνα που αργοκυλούσε.
- Καλά, κι αφού σ' αρέσουνε οι γκόμενες ακόμη, τί τό 'θελες κι άλλαξες φύλο; Μήπως έβλεπες πολλές τσόντες με λεσβιακά;
- Σάμπως ξέρω κι εγώ; Μαλακίες. Έτσι ένοιωθα μέσα μου, αυτή είναι η ταυτότητά μου και τρέχα γύρευε...!
- Ρε μήπως τό 'παθες απ' τα ναρκωτικά;
- Αυτό είναι. Γι' αυτό, κόφτα γιατί ίσα που προλαβαίνεις!
- Τί να προλαβαίνω; Αφού είμαι εσύ. Απλά σε παράλληλη πραγματικότητα.
- Α ναι, ξεχάστηκα. Ε, δε φαινότανε αυτό πουθενά μέχρι τώρα...
- Ναι σωστά- να το εξηγήσουμε για τους τηλεθεατές μας που ανοίξαν τώρα τους δέκτες τους: η Στάσσα είναι εγώ, από μια παράλληλη πραγματικότητα, που δεν υπάρχει στ' αλήθεια.
- Νομίζεις! Εσύ δεν υπάρχεις στ' αλήθεια.
- Μπα! Μάλλον δε διάβασες καλά το σενάριο!
Πάμε γέλιο κονσέρβας. Η κάμερα γυρνάει στο ζωντανό ακροατήριο που χειροκροτάει. Ζουμ σε μια ξανθειά με ψηλά ζυγωματικά και κορμοστασιά αρχαίου αγάλματος, χαμογελάει στην κάμερα, κατ σ' ένα αργό πανοραμικό από το στούντιο, και- πάμε τίτλους τέλους!
- Ρε Ματίνα! Πού είναι το τηλεκοντρόλ γαμώ την κοινωνία μου; Όλο μαλακίες έχει σήμερα!
- Σώπα ρε Χριστιανέ μου, θα το αλλάξω τώρα, το είχα βάλει να παίζει όσο σιδέρωνα το πουκάμισό σου. Τί έπαθες πάλι;
- Άσε με ρε γυναίκα! Έχει γεμίσει η τηλεόραση μαλακίες, ποιός τα βλέπει αυτά τα πράγματα ήθελα να ξέρω!
- Ε, ριάλιτι, τί θες τώρα.
- Και δεν έχει και κάνα μπάσκετ γαμώτο...!
Η εκπομπή ήταν μια ευγενική χορηγία της Μαντράξ ΑΕ.
Μουσική: Αττίλας ο Ούνος.
Στίχοι: Τζακ ο Αντεροβγάλτης
Τραγούδησε η Χάρις Αλεξίου
Τα έπιπλα ειναι ΙΚΕΑ με πινελιές από Δεκέμβρη
Τη Στάσσα ντύνει η κακιά της μοίρα
Και άλλες τέτοιες μαλακίες
9 σχόλια:
Απολαυστικό και χορταστικό!
Μήπως θα μπορούσες να γράφεις συχνότερα τέτοια;
Μερσί!
Ευχαριστώ Silent! Μείνετε συντονισμένοι στους δέκτες σας ;)
Εμένα μου άρεσε.
Ουχ ήττον κ α ι λόγω του Νικόλα του Σπηλιά.
Freakin' awesome.
(Εγώ, τώρα, πρέπει να συνεχίσω τη μέρα μου και να πάω να φτιάξω φακές, ε;)
Χριστώφ,
Είναι και γείτων ο Σπηλιάς (και κάποια Κακκά Σπόρια).
Ναρκίσσα!
Εγώ εχτές έφτιαξα φασόλια μαυρομάτικα :D
μας αρέσετε,Στάσσα ;)
Χαίρε κιχλί!! :)
θα 'θελα να πιστεύω ότι ο άντρας της Ματίνας εισαι πάλι εσύ. Σε μια τρίτη πιθανότητα.
Χα! Σωστή. Δεν τό 'χα σκεφτεί.
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα