Emergency
Το Παιχνίδι το έμαθα να το παίζω στον ηλεκτρικό, όταν ήμουν ακόμη αγόρι. Το έπαιζα συνέχεια κι έγινα πολύ δυνατός παίχτης, ζήτημα αν έχανα μια παρτίδα στις δέκα. Οι κανόνες του ήταν άγραφοι, απροσυμφώνητοι. Ξεκινούσε με μία πρόκληση προς έναν άλλο επιβάτη: τον κοιτούσες στα μάτια. Όποιος γύριζε πρώτος το βλέμμα, έχανε.
Σιγά σιγά, έμαθα κι άλλους κανόνες, όπως αναδύονταν καθώς έπαιζα. Ο αντίπαλος έπρεπε να είναι πάντα άντρας, όπως εγώ. Ο αντίπαλος έπρεπε να δεχτεί την πρόκληση και να καταλάβει τί παίζεται. Τις περισσότερες φορές, σχεδόν πάντα, το καταλάβαινε- το ήξερα γιατί έβλεπα το πρόσωπό του να χαλαρώνει, να παίρνει ουδέτερη έκφραση, την πλάτη του να ισιώνει και τα μάτια του να καρφώνονται στα δικά μου και να μένουν εκεί. Οι καλοί παίχτες, ανέκφραστοι, ακίνητοι, είχαν την ένταση στα μάτια τους αρκετή για να με κόψει κρύος ιδρώτας ή να νοιώσω τα σωθικά μου να λύνονται. Δεν έπρεπε να υπάρχει καμμία επικοινωνία ανάμεσα στους παίχτες κι ιδίως όχι με εκφράσεις του προσώπου- οποιαδήποτε προσπάθεια επικοινωνίας από έναν παίχτη σήμαινε την παραίτησή του. Αν ο ένας αντίπαλος έπρεπε να κατέβει πριν κριθεί η παρτίδα, το παιχνίδι ήταν ισόπαλο. Αν όμως ο παίχτης απηύθυνε πρόκληση μόνο μια στάση πριν κατέβει, έπρεπε να κερδίσει την παρτίδα στον χρόνο που είχε μέχρι να φτάσει στον προορισμό του (με εξαίρεση το Ειρήνη -Μαρούσι), αλλοιώς το παιχνίδι πήγαινε στον αντίπαλο. Ο παίχτης που δεχόταν πρόκληση είχε το πλεονέκτημα. Ο παίχτης που έχανε παρτίδα και απηύθυνε πρόκληση στον ίδιο αντίπαλο, ζητούσε δηλαδή τη ρεβάνς, παραχωρούσε το πλεονέκτημα (μόνο μια φορά έχασα τέτοια ρεβάνς -έμαθα όμως να τις κερδίζω). Ο νικητής μιας παρτίδας δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει δεύτερο γύρο από τον ίδιο αντίπαλο (λογικό: γιατί αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί ως πρόκληση για καυγά, αυτή τη φορά). Αν ο επιλεγμένος αντίπαλος δεν δεχόταν την πρόκληση, ο παίχτης δεν είχε δικαίωμα να τον προκαλέσει εκ νέου. Αυτό το τελευταίο δεν μου είχε τύχει ποτέ οπότε δεν το ξέρω στα σίγουρα, μου φαίνεται όμως οτι κι αυτό θα μπορούσε να εκληθφεί ως ενόχληση και άρα πρέπει να οδηγούσε σε αποκλεισμό. Δεν αναγώρισα ποτέ κάποιον κανόνα σχετικά με την απόσταση ανάμεσα στους παίχτες, ποτέ όμως δεν μου έτυχε να παίξω με κάποιον που να κάθεται απέναντί μου στο ίδιο καρέ- τόσο κοντά, ήταν λίγο άβολα.
Δεν έπαιζα μόνο εγώ. Συχνά μου απευθύνανε πρόκληση. Όχι, δεν ήταν για τα ωραία μου μάτια. Αυτό είναι το ζουμί της υπόθεσης. Στ' αλήθεια παίζαμε ένα αυθόρμητο παιχνίδι με κανόνες που τους καταλαβαίναμε εκείνη τη στιγμή, καθώς τους φτιάχναμε παίζοντας.
Υπάρχει συγκεκριμμένος λόγος που, όπως είπα, Το Παιχνίδι δεν παίζεται ανάμεσα σε άτομα του αντίθετου φύλου.
Σιγά σιγά, έμαθα κι άλλους κανόνες, όπως αναδύονταν καθώς έπαιζα. Ο αντίπαλος έπρεπε να είναι πάντα άντρας, όπως εγώ. Ο αντίπαλος έπρεπε να δεχτεί την πρόκληση και να καταλάβει τί παίζεται. Τις περισσότερες φορές, σχεδόν πάντα, το καταλάβαινε- το ήξερα γιατί έβλεπα το πρόσωπό του να χαλαρώνει, να παίρνει ουδέτερη έκφραση, την πλάτη του να ισιώνει και τα μάτια του να καρφώνονται στα δικά μου και να μένουν εκεί. Οι καλοί παίχτες, ανέκφραστοι, ακίνητοι, είχαν την ένταση στα μάτια τους αρκετή για να με κόψει κρύος ιδρώτας ή να νοιώσω τα σωθικά μου να λύνονται. Δεν έπρεπε να υπάρχει καμμία επικοινωνία ανάμεσα στους παίχτες κι ιδίως όχι με εκφράσεις του προσώπου- οποιαδήποτε προσπάθεια επικοινωνίας από έναν παίχτη σήμαινε την παραίτησή του. Αν ο ένας αντίπαλος έπρεπε να κατέβει πριν κριθεί η παρτίδα, το παιχνίδι ήταν ισόπαλο. Αν όμως ο παίχτης απηύθυνε πρόκληση μόνο μια στάση πριν κατέβει, έπρεπε να κερδίσει την παρτίδα στον χρόνο που είχε μέχρι να φτάσει στον προορισμό του (με εξαίρεση το Ειρήνη -Μαρούσι), αλλοιώς το παιχνίδι πήγαινε στον αντίπαλο. Ο παίχτης που δεχόταν πρόκληση είχε το πλεονέκτημα. Ο παίχτης που έχανε παρτίδα και απηύθυνε πρόκληση στον ίδιο αντίπαλο, ζητούσε δηλαδή τη ρεβάνς, παραχωρούσε το πλεονέκτημα (μόνο μια φορά έχασα τέτοια ρεβάνς -έμαθα όμως να τις κερδίζω). Ο νικητής μιας παρτίδας δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει δεύτερο γύρο από τον ίδιο αντίπαλο (λογικό: γιατί αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί ως πρόκληση για καυγά, αυτή τη φορά). Αν ο επιλεγμένος αντίπαλος δεν δεχόταν την πρόκληση, ο παίχτης δεν είχε δικαίωμα να τον προκαλέσει εκ νέου. Αυτό το τελευταίο δεν μου είχε τύχει ποτέ οπότε δεν το ξέρω στα σίγουρα, μου φαίνεται όμως οτι κι αυτό θα μπορούσε να εκληθφεί ως ενόχληση και άρα πρέπει να οδηγούσε σε αποκλεισμό. Δεν αναγώρισα ποτέ κάποιον κανόνα σχετικά με την απόσταση ανάμεσα στους παίχτες, ποτέ όμως δεν μου έτυχε να παίξω με κάποιον που να κάθεται απέναντί μου στο ίδιο καρέ- τόσο κοντά, ήταν λίγο άβολα.
Δεν έπαιζα μόνο εγώ. Συχνά μου απευθύνανε πρόκληση. Όχι, δεν ήταν για τα ωραία μου μάτια. Αυτό είναι το ζουμί της υπόθεσης. Στ' αλήθεια παίζαμε ένα αυθόρμητο παιχνίδι με κανόνες που τους καταλαβαίναμε εκείνη τη στιγμή, καθώς τους φτιάχναμε παίζοντας.
Υπάρχει συγκεκριμμένος λόγος που, όπως είπα, Το Παιχνίδι δεν παίζεται ανάμεσα σε άτομα του αντίθετου φύλου.
9 σχόλια:
Ποσο κοτα ειμαι.
:(
Γαμω τα παιχνιδια παντως Stassa.
Αν το παιζεις με τον εαυτο σου, ποιος χανει;
μπράβο, πολύ καλό! Το Παιχνίδι το χω σκεφτεί πολλές φορές αλλά δεν τουχα έτσι δώσει υπόσταση ξεκάθαρη.
Μια φορά είχε τύχει να το παίξω μ΄έναν τύπο λίγο μυστήριο που μόλις είχα γνωρίσει, σχεδόν άγνωστος. Η παρτίδα θα κράτησε πάνω από 20 δεπτερόλεπτα, πάρα πολύ νομίζω και στο τέλος είχε γίνει αφόρητα φορτισμένο, σχεδόν επιθετικό. Δεν άντεξα, έχασα.
Με περνούσε άλλωστε και καμιά 30ριά κιλά.:)
Tic,
Κλασσικά, όταν τα βάζεις με τον εαυτό σου χάνεις ή εσύ, ή αυτός. Εγώ πάντως τά 'χω καταφέρει και τα δύο ταυτόχρονα και πόνεσε ρε γαμώτο.
Γιατί είσαι κότα καλέ;
χ.ζ.
Χμ, αγαπητέ συνάδελφε εσείς μάλλον αναφέρεστε στην παραλλαγή του Παιχνιδιού που είναι γνωστή ως "Με κοιτάς σε κοιτώ κι αν γελάσει το χειλάκι με κερνάς σουβλάκι".
Μπα όχι τότε δε θα το ανέφερα. Ήταν σα κτήνος ο άλλος.
Χμ, ναι, εκεί μάλλον είχε το πλεονέκτημα... :S
πολύ ενδιαφέρον;)
αλήθεια, θα μπορούσε να πάρει (ευρεία) υπόσταση α) μεταξύ μή-αρσενικών, και β) στην αγγλία, και αν ναι/όχι, γιατί, κατά τη γνώμη σας.
Bez,
Γιο! Δεν κατάφερα να σε ξαναβρω όπως καταλαβαίνεις, ε, αφού είμαι άχρηστη!
Ναι, λοιπόν, χμ. Γιά να δούμε. Στην ερώτηση β) είναι αλήθεια οτι στην Αγγλία είναι ταμπού να κοιτάζεις τον κόσμο και μπορεί να παρεξηγηθείς. Στα μάτια όμως νομίζω οτι έχεις τις ίδιες πιθανότητες για παρεξήγηση και στην Ελλάδα. Νομίζω. Εμένα δεν μου είχε τύχει ποτέ πάντως, κι ο σκοπός βέβαια δεν ήταν ποτέ ο τσαμπουκάς. Κάθε άλλο.
Στην α), δεν ξέρω. Πιθανόν όχι. Δεν μου βγαίνει ανάλυση τώρα, όλο κάτι στερεοτυπικές μαλακίες μού 'ρχονται του στυλ "οι γυναίκες δεν συνηθίζουν να κοιτάζουν στα μάτια", μπλιαχξ, έλα τώρα μαλακίες. Αλλά κατά κάποιον τρόπο από τότε που το γύρισα δεν μού 'χει τύχει να παίξω πια. Χμ.
ναι, αλλά τι γίνεται όταν οι δύο άντρες που παίζουν το παιγνίδι έχουν κ πόθο ο ένας για τον άλλο;
η ο ένας από τους δύο για τον άλλο;
χμφ
Στον φίλο μου τον Μάικ είχα μάθει μια παραλλαγή του παιχνιδιού, λίγο lame. Διαλέγαμε έναν όμορφο στο super market ή mall και παίζαμε "giving the look". Τον κοιτάζαμε έντονα και για λίγο και μετά τον παρατούσαμε να δούμε πως θ' αντιδρούσε. Θα μας ξανακοίταζε, θα κόμπλαρε, θα θύμωνε, θα τσίμπαγε;
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα