Où est-elle passée, la Rage? - Μια ελεγεία για τη γενιά του 60
Αμάν, ξεμεσιάστηκα με αυτό το πόστ! Είναι η μετάφρασή μου από το άρθρο του Ταρίκ Αλί, που δημοσιεύτηκε στον Γκάρντιαν. Τί άρθρο, δηλαδή, ένας κατεβατός περίδρομος ολόκληρος... Ε; Ποιός είναι ο Ταρίκ Αλί; Ξέρω ‘γω. Ούτε ‘γω τον είχα ξανακούσει. Η Βικιπαίδεια έχει να λέει διάφορα για την αριστερίστικη δράση του, αλλά εγώ εμμένω σε δυο λεπτομέρειες:
Το παρακάτω άρθρο έκατσα να το διαβάσω επειδή μου άρεσε η φωτογραφία. Έχω γενικά μια ευαισθησία για τον Μάη του ’68 και για όλες τις χαμένες επαναστάσεις, ιδίως αν συμπεριλαμβάνουν σπασμένα πεζοδρόμια, οδοφράγματα και φωτιές στους δρόμους. Κι όμως, δεν τη γουστάρω τη βία.
Αυτή τη φορά, εκεί που λέει «A Suivre» έχει όντως συνέχεια, γιατί το άρθρο είναι τελείως τεράστιο. Καλή υπομονή. Εγώ δεν έχω το κουράγιο ούτε να κάνω απάνθισμα... Τα σχόλια στις αγκύλες είναι δικά μου. Παρακαλώ, αν βρείτε λάθη να μου τα μαρτυρήσετε, γιατί δεν έχω Ελληνικό διορθωτή στο word μου και δεν μπορώ να τα πιάνω όλα :)
Το 1968, μια θύελλα σάρωσε τον κόσμο. Ξεκίνησε στο Βιετνάμ, κατόπιν κύλησε κατά μήκος της Ασίας, διασχίζοντας τη θάλασσα και τα βουνά προς την Ευρώπη και παραπέρα. Ένας κτηνώδης πόλεμος που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ εναντίον μιας φτωχής χώρας της Νοτιοανατολικής Ασίας προβαλλόταν κάθε νύχτα στην τηλεόραση. Ο συσσωρευμένος αντίκτυπος από τις εικόνες των βομβών που έπεφταν, των χωριών που καίγονταν και μιας χώρας που περιλουζόταν στο ναπάλμ και στα χημικά όπλα πυροδότησε ένα κύμα παγκόσμιων ξεσηκωμών που δεν τους είχε ξαναδεί ο κόσμος σε τέτοια κλίμακα μέχρι τότε – ή από τότε.
Αν οι Βιετναμέζοι κατάφερναν να υπερνικήσουν το ισχυρότερο κράτος της υφηλίου, σίγουρα κι εμείς μπορούσαμε να νικήσουμε τους δικούς μας ηγέτες: αυτή ήταν η κυρίαρχη αίσθηση ανάμεσα στους πιο ριζοσπαστικούς της γενιάς του ’60.
Το Φεβρουάριο του 1968, οι Βιετναμέζοι κομμουνιστές εξαπέλυσαν την διάσημη επιχείρηση Τετ τους κι επιτέθηκαν στις δυνάμεις των ΗΠΑ σε κάθε μεγάλη πόλη του Νοτίου Βιετνάμ. Το μεγάλο φινάλε δόθηκε με τους Βιετναμέζους αντάρτες να καταλαμβάνουν την πρεσβεία των ΗΠΑ στη Σαϊγκόν (Χο Τσι Μινχ Σίτυ) και να σηκώνουν την σημαία τους στη σκεπή της. Ήταν, χωρίς αμφιβολία, μια αποστολή αυτοκτονίας, αλλά απίστευτα γενναία. Ο αντίκτυπος ήταν άμεσος. Για πρώτη φορά, η πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών συνειδητοποίησε οτι ο πόλεμος δεν μπορούσε να κερδηθεί. Οι φτωχότεροι απ’ αυτούς φέρανε έναν αέρα από Βιετνάμ το ίδο καλοκαίρι με μια εξέγερση ενάντια στη φτώχεια και τις διακρίσεις όταν τα γκέτος των μαύρων εξερράγησαν σε κάθε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ, με τους μαύρους στρατιώτες που είχαν επιστρέψει από το μέτωπο να παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο.
Η μοναχική σπίθα ανέφλεξε την υφήλιο. Το Μάρτιο του 1968, φοιτητές στο πανεπιστήμιο της Ναντέρ στη Γαλλία βγήκαν στους δρόμους και το κίνημα της 22 Μάρτη γεννήθηκε με τους δύο Ντανιέλ (τον Κον- Μπεντίτ και τον Μπενσέντ, φοιτητές της Ναντέρ τότε, και ακόμα αναμιγμένους στις πράσινες και αριστερίστικες πολιτικές σήμερα) [προσωπικά, ο Κόν-Μπεντίντ τουλάχιστον, τον παίρνει. Κι όχι με την καλή έννοια.] να απευθύνουν την πρόκληση προς το Λιοντάρι της Γαλλίας: τον Σάρλ Ντε Γκωλ, τον απόμακρο, μοναρχικό πρόεδρο της Πέμπτης Δημοκρατίας που, σε μια έκρηξη νηπιακής οργής, θα περιέγραφε αργότερα ως chie-en-lit –«κουράδα στο κρεβάτι»- τα γεγονότα στη Γαλλία που παραλίγο να τον ανέτρεπαν. Οι φοιτητές ξεκίνησαν ζητώντας αλλαγές στα πανεπιστήμια και προχώρησαν στην επανάσταση.
Τον ίδιο μήνα στο Λονδίνο, μια πορεία κατά του πολέμου στο Βιετνάμ κατευθύνθηκε προς την πρεσβεία των ΗΠΑ στην πλατεία Γκρόσβερνορ Σκουέρ. Εξελίχθηκε σε βίαιη διαδήλωση. Σαν τους Βιετναμέζους, θελήσαμε να καταλάβουμε την πρεσβεία, αλλά έφιπποι αστυνομικοί παρατάχθηκαν για να προστατέψουν την ακρόπολη. Εκδηλώθηκαν συγκρούσεις και ο Αμερικανός γερουσιαστής Γιουτζήν Μακ Κάρθυ [όχι ο γνωστός, εκείνος ήταν Τζόζεφ] παρακολουθώντας τις εικόνες στην τηλεόραση απηύθυνε έκκληση για το τέλος ενός πολέμου που είχε οδηγήσει, μεταξύ άλλων, στην συνεχή πολιορκία της «πρεσβείας μας στην φιλικότερη προς εμάς πρωτεύουσα της Ευρώπης». Σε σύγκριση με τις ζυμώσεις που συνέβαιναν αλλού, η Βρετανία ήταν ψιλοπράματα (“in sleepy London Town there’s just no place for a street fighting man,” τραγουδούσε ο Μικ Τζάγκερ αργότερα τον ίδιο χρόνο) [όχι, για να μην ξεχνιόμαστε...]: οι καταλήψεις των πανεπιστημίων και οι ταραχές στην Γκρόσβερνορ Σκουέρ δεν ήταν καμμια πραγματική απειλή για την κυβέρνηση των Εργατικών, που υποστήριζε τις ΗΠΑ αλλά αρνήθηκε να στείλει δυνάμεις στο Βιετνάμ.
Στη Γαλλία, ο υπαρξιστής φιλόσοφος Ζαν-Πωλ Σαρτρ βρισκόταν στο απόγειο της επιρροής του. Αντίθετα με τους απολογητές του Σταλινισμού, υποστήριζε οτι δεν υπήρχε λόγος να προετοιμάζεσαι για την αυριανή ευτυχία με τίμημα την αδικία, την καταπίεση και τη μιζέρια σήμερα. Αυτό που χρειαζόταν ήταν βελτίωση τώρα.
Μέχρι το Μάη, ο ξεσηκωμός των φοιτητών της Ναντέρ είχε εξαπλωθεί στο Παρίσι και στα εργατικά σωματεία. Ετοιμάζαμε το πρώτο τεύχος του Black Dwarf όταν η Γαλλική πρωτεύουσα εξερράγη, στις 10 Μαΐου. Ο Ζαν- Ζακ Λεμπέλ, ο δακρυγονοπαθής ανταποκριτής μας στο Παρίσι μας τηλεφωνούσε τα ρεπορτάζ του κάθε λίγες ώρες. Μας είπε «Ένας γνωστός αθλητικός εκφωνητής στάλθηκε στο Καρτιέ Λατέν για να καλύψει τα γεγονότα της νύχτας και αναφέρει: ‘τώρα οι CRS [Γάλλοι ματατζήδες] κάνουνε έφοδο, προσπαθούν να πάρουν το οδόφραγμα, - Θεέ μου! Γίνεται πραγματική μάχη! Οι φοιτητές αντεπιτίθενται, ακούτε το θόρυβο – οι CRS υποχωρούν. Τώρα ανασυντάσσονται, ετοιμάζονται πάλι για έφοδο. Οι κάτοικοι πετάνε πράγματα από τα παράθυρά τους στους CRS- ώχ! Οι μπάτσοι κάνουν αντίποινα, εκτοξεύουν χειροβομβίδες μέσα στα παράθυρα των διαμερισμάτων...’ Ο παραγωγός της εκπομπής διακόπτει, ‘Δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό, οι CRS δεν κάνουν τέτοια πράγματα!
‘Σας λέω ό,τι βλέπω...’ Η φωνή του κόβεται. Του κόψανε τη γραμμή».
Η αστυνομία απέτυχε να ανακαταλάβει το Καρτιέ Λατέν, που τώρα μετωνομάζεται σε Συνοικία του Ηρωικού Βιετνάμ. [Quartier du Vietnam héroïque] Τρεις μέρες μετά, ένα εκατομύριο κόσμος καταλαμβάνει τους δρόμους του Παρισιού, ζητώντας να δοθεί τέλος στη σαπίλα του κράτους και σκεπάζοντας τους τοίχους με σλόγκαν: «Προστατέψτε Τη Συλλογική Φαντασία», «Κάτω Από Τα Πεζοδρόμια- Η Παραλία» [Sous les pavés, la plage, καλύτερα κατανοητό ως πακέτο με το «Je t'aime ! Oh ! dites-le avec des pavés!», «Σ¨αγαπώ! ΄Ώ! Πείτε το με Πλάκες», του πεζοδρομίου που τις σπάγανε και τις πετάγανε στους από ‘κει.] «Τα Αγαθά Είναι Το Όπιο Του Λαού, Η Επανάσταση Είναι Η Έκσταση Της Ιστορίας».
Σχεδίαζα να κατευθυνθώ προς το Παρίσι – ήταν κάτι που το συζητούσαμε στο έντυπο– όταν ξαφνικά δέχτηκα ένα τηλεφώνημα, αργά μια νύχτα. Μια αριστοκρατική φωνή είπε, «Δεν ξέρεις ποιός είμαι, αλλά μη φύγεις από τη χώρα μέχρι να περάσουνε τα πέντε χρόνια σου εδώ πέρα. Δεν θα σ΄ αφήσουν να ξαναγυρίσεις». Εκείνες τις μέρες, η Βρετανική υπηκοότητα για τους υπηκόους των χωρών της πρώην Βρετανικής Αυτοκρατορίας ήταν αυτόματη μετά από πέντε χρόνια [παραμονής στη χώρα]. Δεν θα συμπλήρωνα την πενταετία μου μέχρι τον Οκτώβριο του 1968. Ήδη οι υπουργοί της κυβέρνησης των Εργατικών είχαν αρχίσει να συζητούν δημόσια αν γινόταν να με απελάσουν. Φίλοι δικηγόροι επιβεβαίωσαν οτι δεν έπρεπε να βγω από τη χώρα. Ο Κλάιβ Γκούντγουιν, ο εκδότης του περιοδικού μας, άσκησε βέτο στο ταξίδι μου και ξεκίνησε να πάει στο Παρίσι μοναχός του.
Εγώ πήγα τελικά ένα χρόνο αργότερα για να βοηθήσω τον Αλαίν Κριβίν, έναν από τους ηγέτες της επανάστασης του Μάη του 1968, με την προεδρική του εκστρατεία ώς υποψήφιου της Κομμουνιστικής Επαναστατικής Λίγκας [Ligue Communiste Révolutionnaire]. Όταν προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο του Ορλύ, επιστρέφοντας από μια συγκέντρωση στην Τολούζ, η Γαλλική αστυνομία περικύκλωσε το αεροπλάνο. «Ελπίζω να είναι για σένα, όχι για μένα», έκανε ο Κριβίν. Κι όντως για μένα ήταν. Μου παρέδωσαν μια διαταγή που μου απαγόρευε την παραμονή στη Γαλλία, η οποία συνέχισε να ισχύει μέχρι την εκλογή του Φρανσουά Μιτεράν, πολλά χρόνια αργότερα.
Η επανάσταση δεν έγινε, αλλά η Γαλλία ταρακουνήθηκε από τα γεγονότα. Ο Ντε Γκωλ, με την ιστορική του συνείδηση, εξέτασε το ενδεχόμενο πραξικοπήματος: στις αρχές του Ιουλίου, πήγε με αεροπλάνο από μια στρατιωτική βάση, στο Μπάντεν – Μπάντεν, όπου στρατοπέδευαν Γαλλικές δυνάμεις, για να τους ρωτήσει αν θα τον υποστήριζαν σε περίπτωση που το Παρίσι έπεφτε στα χέρια των επαναστατών. Συμφώνησαν αλλά ζητήσαν την αποκατάσταση των ακροδεξιών στρατηγών που ο Ντε Γκωλ είχε απολύσει επειδή είχαν αντιταχτθεί στην αποχώρηση [του Γαλλικού Στρατου] από την Αλγερία. Η συμφωνία έκλεισε. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Ντε Γκωλ συνέτισε τον υπουργό των εξωτερικών του που πρότεινε να συλλάβουν τον Σαρτρ, λέγοντάς του: «Το Βολταίρο θα κλείσεις φυλακή βρε ζώον;» [σε ελεύθερη μετάφραση].
Το Γαλλικό παράδειγμα όντως εξαπλώθηκε, αναστατώνοντας τους γραφειοκράτες στη Μόσχα όσο και τις ολιγαρχίες της Δύσης. Ένας ρέμπελος και απειθάρχητος λαός έπρεπε να δαμαστεί. Ο Ρομπέρ Εσκαρπί, ένας ανταποκριτής της Λε Μοντ, έγραψε στις 24 Ιουλίου του 1968: «Ένας Γάλλος που ταξιδεύει στο εξωτερικό αισθάνεται να του φαίρονται λιγάκι σαν να αναρρώνει από κάποιον ύπουλο πυρετό. Και πώς φούντωσε το εξάνθημα των οδοφραγμάτων; Ποιά ήταν η θερμοκρασία στις πέντε η ώρα το απόγευμα τις 29 Μαΐου; Η θεραπεία Ντε Γκωλ, φτάνει όντως στη ρίζα της ασθένειας; Υπάρχει κίνδυνος υποτροπής;... Υπάρχει όμως κάτι που σχεδόν ποτέ δεν ρωτάνε, ίσως γιατί φοβούνται να ακούσουν την απάντηση. Μέσα τους όμως όλοι θέλουνε να μάθουν, με ελπίδα ή φόβο, αν η ασθένεια είναι μεταδοτική».
Ήταν μεταδοτική. Στην Πράγα, ρεφορμιστές κομμουνιστές –πολλοί από αυτούς ήρωες της αντίστασης ενάντια στους φασίστες στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο- είχαν ήδη, εκείνη την Άνοιξη, προκυρήξει έναν «Σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Ο σκοπός του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ και των υποστηρικτών του ήταν να εκδημοκρατίσουν την πολιτική ζωή στην Τσεχοσλοβακία. Ήταν το πρώτο βήμα προς μια σοσιαλιστική δημοκρατία κι έτσι ακριβώς το είδαν η Μόσχα και η Ουάσινγκτον. Τον Αύγουστο του 21, οι Ρώσσοι έστειλαν τα τανκς και τσακίσαν το κίνημα.
Σε όλες τις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες γίνονταν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Ο κίτρινος τύπος [οι tabloids] στη Βρετανία επιτειθόταν στους αριστεριστές ώς «πράκτορες της Μόσχας» και σάστισε ειλικρινά όταν βαδίσαμε εναντίον της Σοβιετικής πρεσβείας, αποκυρήσσοντας την εισβολή σε έντονη γλώσσα και καίγοντας ομοιώματα του πρησμένου Σοβιετικού ηγέτη, του Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Ο Αλεκσάντερ Σολτζενίτσιν αργότερα παρατήρησε οτι η Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία ήταν η τελευταία σταγόνα γι’ αυτόν. Τώρα συνειδητοποιούσε οτι το σύστημα δεν μπορεί ποτέ να αναμορφωθεί από τα μέσα και πρέπει να ανατραπεί. Δεν ήταν μόνος του. Οι γραφειοκράτες της Μόσχας είχαν σφραγίσει την ίδια τους τη μοίρα.
Στο Μεξικό, φοιτητές κατέλαβαν τα πανεπιστήμια, απαιτώντας να μπει τέλος στην καταπίεση και την κυριαρχία ενός μόνου κόμματος. Ο στρατός στάλθηκε να καταλάβει τα πανεπιστήμια, έκατσε εκεί για πολλοόυς μήνες κι έγινε έτσι ο πιο μορφωμένος στρατός στον κόσμο. Στις 2 Οκτωβρίοιυ –με τα μάτια του κόσμου στραμμένα στην πόλη του Μεξικου, 10 μέρες πριν την προγραμματισμένη έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων εκεί- χιλιάδες φοιτητές ξεχυθήκαν στους δρόμους για να διαδηλώσουν. Η σφαγή ξεκίνησε το ηλιοβασίλεμα. Στρατιώτες άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους που παρακολουθούσε τις ομιλίες σε μια από τις κεντρικές πλατείες της πόλης- δεκάδες σκοτώθηκαν κι εκατοντάδες τραυματίστηκαν.
Και τότε, το Νοέμβριο του 1968 εξερράγη το Πακιστάν. Φοιτητές τα έβαλαν με τον κρατικό μηχανισμό μιας διεφθαρμένης και καταρρέουσας στρατιωτικής δικτατορίας που την υποστήριζαν οι ΗΠΑ (σας θυμίζει τίποτα αυτό;). Ενώθηκαν μαζί τους εργάτες, δικηγόροι, υπάλληλοι, πόρνες και άλλα κοινωνικά στρώματα και παρ’ όλη την έντονη καταστολή (εκατοντάδες σκοτώθηκαν), ο αγώνας εντάθηκε και, την επόμενη χρονιά, ανέτρεψε τον Ταξίαρχο [νομίζω. Τί βαθμός είναι ο Field Marshal στα Ελληνικά; Δεν έχω και λεξικό γαμώτο!] Αγιούμπ Χαν.
Όταν έφτασα [στο Πακιστάν] το Φεβρουάριο του 1969, η χώρα ήταν σε κατάσταση ευφορίας. Μιλώντας σε συγεκντρώσεις σε όλη τη χώρα μαζί με τον ποιητή Χαμπίμπ Τζαλίμπ, συαντήσαμε μια πολύ διαφορετική ατμόσφαιρα από αυτήν στην Ευρώπη. Εδώ η ισχύς [του λαού] δεν φαινόταν και τόσο απόμακρη. Η ήττα του Αγιούμπ Χαν οδήγησε στις πρώτες γενικές εκλογές στην ιστορία της χώρας. Οι εθνικιστές της Βεγγάλης στο Ανατολικό Πακιστάν πήραν μια πλειοψηφία που η ελίτ και κάποιοι σημαντικοί πολιτικοί δεν αποδέχτηκαν. Ο εμφύλιος πόλεμος οδήγησε στην στρατιωτική επέμβαση από την Ινδία κι αυτό ήταν το τέλος του παλιού Πακιστάν. Το Μπαγκλαντές ήταν το αποτέλεσμα μιας αιματηρής καισαρικής.
Η υπέροχη δεκαετία (1965 -75), της οποίας η χρονιά του 1968 ήταν το αποκορύφωμα, αποτελείτο από τρία ρεύματα σκέψης που αναπτύσσονταν ταυτόχρονα. Η πολιτική κυριαρχούσε αλλά υπήρχαν και άλλα δύο που αφήσαν τα σημάδια τους βαθύτερα – η σεξουαλική απελευθέρωση και μια ηδονιστική επιχειρηματική δραστηριότητα από τα κάτω. Είχαμε κάθε λόγο να είμαστε ευγνώμωνες γι’ αυτήν την τελευταία. Όσο ήμουν αρχισυντάκτης του Black Dwarf, στην περίοδο 1968 με 69, κάναμε διαρκείς εκκλήσεις για οικονομική στήριξη προς τους αναγνώστες. Μια έρα, ένας τύπος με φόρμα εργασίας μπήκε στο γραφείο μας στο Σόχο, μας μέτρησε 25 λιγδιασμένα πεντόλιρα, μας ευχαρίστησε που βγάζαμε το έντυπο και έφυγε. Κάθε μερικές βραδιές, έκανε το ίδιο. Τελικά τον ρώτησα ποιός ήτανε κι αν υπήρχε κάποιος συγκεκριμμένος λόγος για την γενναιοδωρία του. Φαίνεται οτι είχε έναν πάγκο [για περιοδικά κι εφημερίδες] στην Πορτομπέλο Ρόουντ, κι όσο για το γιατί ήθελε να βοηθήσει, ήταν απλό. «Ο καπιταλισμός δεν είναι καλή φάση, φιλαράκι» ["Capitalism is so non-groovy, man."]. Είναι ακόμη χειρότερη φάση σήμερα και πολύ πιο κακόβουλος.
Από κάποιες απόψεις, τα σίξτις ήτανε μια αντίδραση στη δεκαετία του πενήντα και την ενταση του Ψυχρού Πολέμου. Στις ΗΠΑ, τα Μακαρθικά κυνήγια μαγισσών είχαν σπείρει το χάος στα φίφτις, τώρα όμως οι εξοστρακισμένοι συγγραφείς μπορούσαν να δουλέψουν και πάλι. Στη Ρωσία, εκατοντάδες πολιτικοί κατάδικοι αφέθηκαν ελεύθεροι, τα γκούλαγκς κλείσαν και τα εγκλήματα του Στάλιν αποκυρήχτηκαν από τον Κρουστσέφ καθώς η Ανατολική Ευρώπη έτρεμε με προσμονή και ελπίδες για μια γρήγορη αλλαγή. Μάταια ελπίζανε.
Το ανανεωτικό πνεύμα μόλυνε και την κουλτούρα επίσης: το πρώτο βιβλίο του Σολτζενίτσιν δημοσιεύτηκε σε επεισόδια στο επίσημο λογοτεχνικό περιοδικό, Νόβυ Μιρ κι ένας νέος κινηματογράφος επικράτησε στην περισσότερη Ευρώπη. Στην Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου κυβερνούσαν οι αγαπημένοι φασίστες του ΝΑΤΟ, ο Φράνκο κι ο Σαλαζάρ, η λογοκρισία επέμενε, αλλά στη Βρετανία Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ του Ντ.Χ. Λώρενς, που είχε γραφτεί το 1928, εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1960. Το βιβλίο, με το πλήρες κείμενο, πούλησε δύο εκατομύρια αντίτυπα.
Μετά από την πρωτοπόρα δουλειά της Σιμόν Ντε Μπωβουάρ στο Δεύτερο Φύλο (1949), η Τζούλιετ Μίτσελ εξαπέλυσε την νέα επίθεση τον Δεκέμβριο του 1966. Το μακροσκελές της δοκίμιο, Γυναίκες: η Μακρύτερη Επανάσταση, κυκλοφόρησε στη Νέα Αριστερή Επιθεώρηση [New Left Review] και έγινε αμέσως σημείο αναφοράς, συνοψίζοντας τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες. «Στην προηγμένη βιομηχανική κονωνία, η δουλειά των γυναικών βρίσκεται στο περιθώριο της συνολικής οικονομίας... στις γυναίκες προσφέρεται ένα προσωπικό σύμπαν: η οικογένεια. Όπως κι η γυναίκα η ίδια, η οικογένεια εμφανίζεται ώς ένα φυσικό αντικείμενο, αλλά ειναι στην πραγματικότητα ένα κοινωνικό κατασκεύασμα.... Και τα δύο μπορούν να αποθεωθούν παράδοξα, ώς ιδεώδη. Η ‘αληθινή’ γυναίκα και η ‘αληθινή’ οικογένεια είναι εικόνες ειρήνης και αφθονίας: στην πράξη μπορούν κι οι δυο να είναι τόποι βίας και απόγνωσης».
Το Σεπτέμβριο του 1968, φεμινίστριες στις ΗΠΑ διέκοψαν τα καλλιστεία της Μις Κόσμος στην Ατλάντικ Σίτυ, ρίχνοντας τις προειδοποιητικές βολές, για λογαριασμό ενός γυναικείου απελευθερωτικού κινήματος που θα άλλαζε τις ζωές των γυναικών απαιτώντας αναγώριση, ανεξαρτησία και μια ισάξια φωνή σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Το εξώφυλλο του τεύχους του Black Dwarf του Ιανουαρίου του 1969 αφιέρωνε την χρονιά στις γυναίκες. Στο εσωτερικό, δημοσιεύσαμε το ψυχωμένο κάλεσμα στα όπλα της Σήλα Ρόουμπόθαμ. (Καθώς γράφω αυτό το άρθρο, η Καθηγήτρια Ρόουμπόθαμ, τώρα πια μια διαπρεπής ακαδημαϊκός, κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά της από τους μακάβριους, γκρίζους λογιστές που λειτουργούν το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Έχουμε εισέλθει πλέον σε έναν γεωλογικό αιώνα των πανεπιστημίων- γραμμών παραγωγής, με σελέμπριτις που πληρώνονται περιουσίες για να κάνουνε μάθημα οχτώ ώρες την εβδομάδα και γνήσιους διανοουμενους πεταγμένους στον κάλαθο των αχρήστων). [αυτό, σύντροφε, στις προνομιούχες σχολές. Εμείς εδώ στις τεχνολογικές, κάνουμε τη δουλειά μας κι έχουμε στήσει μια καινούργια οικονομία που λέγεται Open Source, free as in speech and as in beer. Πού να τα ξέρετε όμως αυτά εσείς οι αριστεριστές, ε; Είστε κι αναλογικοί τρομάρα σας... ]
Και, ναι, υπήρχε επίσης κι η αρχή της ηδονής. Οτι τα σίξτις υπήρξαν ηδονιστικά, δεν αμφισβητείται, ήταν όμως διαφορετικά από την εταιρικοποιημένη εκδοχή του σήμερα. Εκείνη την εποχή, σηματοδότησαν την αποστασιοποίηση από τον υποκριτικό πουριτανισμό των δεκαετιών του σαράντα και του πενήντα, όταν οι λογοκριτές απαγόρευαν να εμφανίζονται παντρεμένα ζευγάρια να μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι στην οθόνη και οι πυτζάμες ήταν υποχρεωτικές. Οι ριζοσπαστικές ανακατατάξεις επηρρεάζουν όλους τους κοινωνικούς περιορισμούς. Κι έτσι ήταν πάντα.
Στο προφητικό Λονδίνο του 18ου αιώνα, οι σεξουαλικοί πειραματισμοί έπρεπε να γίνονται με το προκάλυμμα των σχισματικών εκκλησιών, όπως εκείνης των Μοραβιανών και των σουρρεαλιστικών Σβεντερμπογκιανών (για τους οποίους ο «έρωτας για το θείο» εκφραζόταν καλύτερα στην «έκχυση του σπερματος»): κι οι δυο κύρητταν τα αγαθά του συνδυασμού της θρησκευτικής πίστης και της ερωτικής έκστασης. Τα σεξουαλικά όργια ήταν σταθερό χαρακτηριστικό του Μοραβιανού τελετουργικού, σύμφωνα με το οποίο η διείσδυση ήταν το ίδιο με το να εισέρχεσαι στις πληγές στα πλευρά του Χριστού. Ο Γουίλιαμ Μπλέηκ και ο κύκλος του είχαν ιδιαίτερη ανάμιξη σε όλα αυτά και κάποιοι από τους πίνακές του οι οποίοι απεικονίζουν αυτόν τον κόσμο είχαν λογοκριθεί εκείνη την εποχή. Ελπίζω αυτό να μην προκελέσει πολύ μεγάλο σοκ στον παλιό μου φίλο Τόνυ Μπενν [ριζοσπάστης σοσιαλιστής και αριστερός Βρετανός πολιτικός, βουλευτής των Εργατικών και όντως φίλος και συνεργάτης του Ταρίκ Αλί] και τους άλλους που τραγουδάνε το «Τζερούσαλεμ» [Αγγλικός θρησκευτικός ύμνος σε στίχους Μπλέηκ.] χωρίς να συνειδητοποιούν το κρυφό μήνυμα στίχων όπως:
Φέρτε μου το τόξο μου το από καυτό χρυσάφι!
Φέρτε μου τα βέλη μου του πόθου!
Φέρτε μου το δόρυ μου!
Η ομοφυλοφιλία στη Βρετανία αποποινικοποιήθηκε μόλις το 1967. Ομοφυλοφιλικά κινήματα απελευθέρωσης εξερράγησαν με ακτιβιστές να απαιτούν να δοθεί τέλος σε κάθε ομοφοβική νομοθεσία και οι Gay Pride πορείες ξεκίνησαν για πρώτη φορά, εμπνευσμένες από τους αγώνες των Αφρο-Αμερικανών για ίσα δικαιώματα και για το Black Pride. Όλα τα κινήματα μάθαιναν το ένα από το άλλο. Οι πρόοδοι στα αστικά δικαιώματα, στα κινήματα των γυναικών και των μαύρων, που τώρα θεωρούνται δεδομένες, προωθήθηκαν με πόλεμο στους δρόμους ενταντίον αντιπάλων που πολεμούσαν ένα “war on horror”.
Η ιστορία σπάνια επαναλαμβάνεται [έχει πιει κάτι ο σύντροφος;], αλλά η ηχώ της δεν χάνεται ποτέ. Το Φθινώπορο του 2004 όταν ήμουν στις ΗΠΑ για μια περιοδεία ομιλιών που συνέπεσε με την καμπάνια για την επανεκλογή του Μπους παρατήρησα, σε μια μεγάλη αντιπολεμική διαδήλωση στο Μάντισον έναν κατ’ ευθείαν απόηχο σ’ ένα ουτοπικό σλόγκαν σ’ ένα αυτοκόλητο για αυτοκίνητα: «Ιράκ είναι το Βιετνάμ στα Αραβικά». Ο τεχνικός ήχου στο χωλ, ένας Μεξικανο-Αμερικανός, μου ψυθίρισε με περηφάνεια στο αυτί οτι ο γυιός του, ένας 25χρονος πεζοναύτης, είχε μόλις επιστρέψει από τη θητεία του στην πολιορκημένη Ιρακινή πόλη της Φαλούτζα, το θέατρο φρικιαστικών σφαγών από τους Αμερικανούς στρατιώτες, κι οτι μπορεί να εμφανιζόταν στη συζήτηση. Τελικά δεν εμφανίστηκε, ήρθε όμως να κάτσει μαζί μας αργότερα, μαζί μ’ άλλους δυο φίλους του, πολίτες αυτούς. Είχε δει οτι η αίθουσα ήταν τίγκα στους αντιπολεμικούς, κατά του Μπους, ακτιβιστές.
Ο νεαρός πεζοναύτης με το στρατιωτικό κούρεμα, ο G, διηγήθηκε ιστορίες καθήκοντος και ανδρείας. Τον ρώτησα γιατί είχε καταταγεί στους πεζοναύτες. «Δεν υπήρχε καμμια επιλογή για ανθρώπους σαν εμένα. Αν έμενα εδώ, θα είχα σκοτωθεί στο δρόμο, ή θα είχα καταλήξει στην φυλακή με ισόβια. Το Σώμα μου έσωσε τη ζωή. Με εκπαίδευσαν, με φρόντισαν και με αλλάξανε ολοκληρωτικά. Αν είχα πεθάνει στο Ιρακ, τουλάχιστον θα ήταν ο εχθρός που θα με είχε σκοτώσει. Στην Φαλούτζα, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν να κάνω ό,τι μποροώ ώστε οι άντρες που πολεμούσαν κάτω από τις διαταγές μου να είναι ασφαλείς. Αυτό είναι όλο. Τα περισσότερα από τα παιδιά που διαδηλώνουν για ειρήνη δεν έχουν προβλήματα εδώ πέρα. Πάνε στο κολλεγιο, διαδηλώνουν και σύντομα τα ξεχνάνε όλα όταν προχωρήσουν στη ζωή τους κι αποκτήσουν καλοπληρωμένες δουλειές. Για ανθρώπους σαν εμένα, δεν είναι και τόσο εύκολα τα πράγματα. Πιστεύω οτι θα έπρεπε να υπάρχει αναγκαστική θητεία. Γιατί τα φτωχά παιδιά να είναι τα μόνα που στέλνουνε εκεί πέρα; Από τους πεζοναύτες που δουλεύω μαζί τους, άντε να είναι το τέσσερα με πέντε τοις εκατό λυσσασμένοι σημαιόκαυλοι. Οι υπόλοιποι κάνουμε μια δουλειά, την κάνουμε καλά κι ελπίζουμε να την τελειώσουμε χωρίς να βρεθούμε KIA [killed in action, πεσών εν τω καθηκόντι] ή να τραυματιστούμε».
Αργότερα, ο G κάθησε σ’ έναν καναπέ ανάμεσα σε δυο πιο ηλικιωμένους άντρες- και τους δυο πρώην μάχιμους. Στ’ αριστερά του βρισκόταν ο Γουίλ Γουίλλιαμς, 60 χρονών, γεννημένος στο Μισισσίπι , που είχε καταταγεί στο στρατό σε ηλικία 17 χρονών. Ήταν σίγουρος οτι, αν δεν είχε φύγει από το Μισισσίπι, η Κου Κλουξ Κλαν, ή κάποια άλλη ρατσιστική οργάνωση θα τον είχε σκοτώσει. Κι αυτός μου είπε οτι ο στρατός «μου έσωσε τη ζωή». Μετά από μια θητεία στη Γερμανία, είχε σταλεί στο Βιετνάμ. Τραυματισμένος στην εκτέλεση του καθήκοντος, παρασημοφορηθηκε με την Πορφυρή Καρδιά και δυο μπρούντζινους αστέρες. Κι αυτός άρχισε να αλλάζει μετά από μια εξέγερση μαύρων στρατιωτών στο Καμραν Μπέυ, που διαμαρτύρονταν για τον ρατσισμό στο εσωτερικό του Αμερικάνικου στρατού.
Μετά από μια δύσκολυ περίοδο αναπροσαρμογής, ο Γουίλιαμς διάβασε πολύ πολιτική και ιστορία. Αισθανόμενος οτι πάλι έλεγαν ψέμματα στους Αμερικανούς, ο ίδιος κι ο Ντοτ, ο σύντροφός του εδώ και 43 χρόνια, μπήκαν στο κίνημα κατά του πολέμου στο Ιράκ, φέρνοντας τις φωνές τους από την Γκόσπελ χορωδία τους στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και τις διαδηλώσεις.
Στα δεξιά του G, καθόταν ο Κλάρενς Κάιλιν, που αυτό το καλοκαίρι θα γινότανε 90 χρονών και είναι ένας από τους λίγους εναπομείναντες επιζώντες της Ταξιαρχίας Αβραάμ Λίνκολν, που είχε σταλεί να πολεμήσει στο πλευρό των Ρεπουμπλικανών στον Ισπανικό εμφύλιο. Κι αυτός έχει ενεργό δράση στο κίνημα κατά του πολέμου στο Ιράκ. «Το ταξίδι μας στην Ισπανία έγινε με ιδιαίτερη μυστικότητα- κρατήθηκε κρυφό ακόμη κι από τις οικογένειές μας. Εγώ ήμουν οδηγός φορτηγού, μετά φαντάρος κει για λίγο τραυματιοφορέας. Είδα την κτηνωδία του πολέμου από κοντά. Από τους πέντε κατοίκους του Γουισκόνσιν που ήρθαν στην Ισπανία μαζί μου, οι δύο σκοτώθηκαν.... αργότερα ήρθε το Βιετνάμ κι αυτή τη φορά, παιδιά από εδώ σκοτώθηκαν για τη λάθος πλευρά. Τώρα έχουμε το Ιράακ. Είναι πολύ άσχημα τα πράγματα, αλλά ακόμη πιστεύω οτι υπάρχει μια εγγενής καλωσύνη στον κόσμο, γι’ αυτό και τόσοι πολλοί καταφέρνουν να ξεφύγουν από το ανάξιο παρελθόν τους.»
Το 2006, μετά από άλλη μια περίοδο ενεργού δράσης, ο G, δεν κατάφερνε να αποδεχτεί πλέον καμμια δικαιολογία για τον πόλεμο. Θαύμαζε την Σίντυ Σήχαν και την Οικογένειες Στρατιωτικών Ενάντια Στον Πόλεμο, την πιο σταθερά ενεργή και αποτελεσματική αντιπολεμική ομάδα στις ΗΠΑ.
Μια δεκαετία πριν την Γαλλική Επανάσταση, ο Βολταίρος παρατηρούσε οτι «Η Ιστορία είναι τα ψέμματα που έχουμε συμφωνήσει να λέμε». Μετά από αυτό, δεν υπήρξε και πολλή συμφωνία σε οτιδήποτε. Η συζήτηση για το 1968 αναστήθηκε πρόσφατα από τον Νικολά Σαρκοζύ, που καυχήθηκε οτι η νίκη του στις περσινές προεδρικές εκλογές ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετερο του ’68. Η βιτριολική απάντηση του φιλόσοφου Αλαίν Μπαντιού, ήταν να παρομοιάσει τον νέο πρόεδρο της δημοκρατίας με τους Βουρβόνους του 1815 και τον Στρατηγό Πεταίν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Κι εκείνοι, επίσης, είχαν μιλήσει για καρφιά και φέρετρα. [έχω την εντύπωση οτι μιλάει για τους στρατηγούς που ευθύνονταν, μαζί με τους ομόλογούς τους Γερμανούς για την κόλαση του πολέμου των χαρακωμάτων, που νομίζαν οτι κάθε καινούργια έφοδος θα έφερνε το τέλος του πολέμου, αντί για τρελλές ανθρώπινες -τί άλλο;- απώλειες]
«Ο Μάης του 1968 επέβαλε έναν διανοητικό και ηθικό ρελατιβισμό σε όλους μας.» δήλωσε ο Σαρκοζύ. «Οι διάδοχοι του Μάη του 68, επέβαλαν την ιδέα οτι δεν υπάρχει πια διαφορά μεταξύ καλού και κακού, αλήθειας και ψεύδους, ομορφιάς και ασχήμιας. Η κληρονομιά του Μάη 1968 εισήγαγε τον κυνισμό στην κοινωνία και την πολιτική».
Κατηγόρησε την κληρονομιά του Μάη του ΄68 ακόμη και για τις φιλάργυρες και βρώμικες επιχειρηματικές πρακτικές. Η επίθεση του Μάη του ’68 στα ήθη της κοινωνίας βοήθησε να «αφυπνιστεί η ηθική του καπιταλισμού, να προετοιμαστεί το έδαφος για τον αδίστακτο καπιταλισμό των χρυσών αλεξίπτωτων για τα διεφθαρμένα αφεντικά.» Έτσι, η γενιά του ’60 φέρεται ως υπεύθυνη για την Ενρον, τον Κόνραντ Μπλακ, την κρίση των subprime lending δανείων, την τράπεζα Νόρθερν Ροκ, τους διεφθαρμένους πολιτικούς, την δικτατορία της «ελεύθερης αγοράς», μιας κουλτούρας που τη στραγγαλίζει ο χυδαίος οππορτουνισμός.
Ο αγώνας κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, κράτησε 10 χρόνια. Το 2003, ακόμη περισσότερος κόσμος βγήκε στους δρόμους στην Ευρώπη και την Αμερική, για να προσπαθήσει να σταματήσει τον πόλεμο στο Ιράκ. Η προληπτική επίθεση απέτυχε. Το κίνημα δεν είχε την αντοχή και την απήχηση των προκατόχων του. Μέσα σε 48 ώρες είχε ουσιαστικά εξαφανιστεί, υπογραμμίζοντας την αλλαγή των καιρών.
Ήταν τα όνειρα και οι ελπίδες του 1968 όλα απατηλές φαντασιώσεις; Ή μήπως η ιστορία απέβαλε κάτι καινούργιο που ήταν έτοιμο να γεννηθεί; Επαναστάτες- ουτοπιστές αναρχικοί, Φιντελίστας, Τροτσκιστές κάθε είδους, Μαοϊστές όλων των λογιών- θέλανε όλο το δάσος. Οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες εμμέναν στα επιμέρους δέντρα. Το δάσος, μας προειδοποίησαν, μας αποσπούσε την προσοχή, παραήταν απέραντο και αδύνατο να οριστεί, ενώ ένα δέντρο ήταν ένα κομμάτι ξύλο που μπορούσε να ταυτοποιηθεί, να βελτιωθεί και να σκαλιστεί σε μια καρέκλα ή ένα τραπέζι. Σήμερα και το δέντρο έχει χαθεί.
«Είστε σαν τα ψάρια που βλέπουν μόνο το δόλωμα και ποτέ την πετονιά», τους περιγελούσαμε σε απάντηση. Γιατί πιστεύαμε –κι ακόμη πιστεύουμε- οτι οι άνθρωποι δεν πρέπει να μετριώνται με την υλική τους ιδιοκτησία αλλά με την ικανότητά τους να μεταμορφώσουν τις ζωές των άλλων- των φτωχών και των μη προνομιούχων. Οτι η οικονομία έπρεπε να οργανωθεί ξανά με βάση τα συμφέροντα των πολών, όχι των λίγων. Κι οτι ο σοσιαλισμός δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ποτέ χωρίς δημοκρατία. Πάνω απ’ όλα πιστεύαμε στην ελευθερία του λόγου.
Πολλά από αυτά μοιάζουν ουτοπικά σήμερα και κάποιοι, για τους οποίους το 1968 δεν ήταν,τότε, αρκετά ριζοσπαστικό, έχουν ασπασθεί το παρόν και, σαν μέλη αρχαίων θρησκειών που εύκολα περνούσαν από την οργιαστική λατρεία στην αγνότητα, θεωρούν τώρα κάθε είδους σοσιαλισμό ως το φίδι που έβαλε την Εύα σε πειρασμό στον παράδεισο.
Η κατάρρευση του «κομμουνισμού» το 1989 έθεσε τη βάση για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, το Washington Consensus, μέσω του οποίου η άρνηση του κράτους να επιβάλει ρυθμίσεις και η είσοδος του ιδιωτικού κεφαλαίου σε μέχρι τότε ιερούς και απραβίαστους τομείς κοινωνικών παροχών θα έφτανε να είναι η συνήθης κατάσταση παντού, καταργώντας την παραδοσιακή σοσιαλιστική δημοκρατία και απειλώντας τη δημοκρατική διαδικασία καθεαυτή.
Κάποιοι, που κάποτε ονειρεύτηκαν ένα καλύτερο μέλλον, απλά τα παράτησαν. Άλλοι έμαθαν να πιστεύουν σε ένα πικρό επίγραμμα: αν δεν μάθεις από την αρχή, δεν κερδιζεις τίποτα [«unless you relearn, you won’t earn»] Η Γαλλική ιντελλιγκέντσια, που είχε, από τον Διαφωτισμό και μετά, καταστήσει το Παρίσι το πολιτικό εργαστήρι του κόσμου, σήμερα δείχνει το δρόμο με υποχωρήσεις σε όλα τα μέτωπα. Φυγάδες κρατούν πόστα σε κάθε Δυτικοευρωπαϊκή κυβέρνηση και υπερμάχονται πολέμων, κρατικής τρομοκρατίας και νεοαποικιακών κατοχών. Άλλοι που τώρα έχουν αποσυρθεί από την ακαδημαϊκή ζωή, ειδικεύονται στην παραγωγή αντιδραστικών ξερασμάτων στην μπλογκόσφαιρα, επιδεικνύοντας τον ίδιο ζήλο με τον οποίο κάποτε κατακεραύνωναν τους αντιπάλους τους στις φράξιες τους της άκρας αριστεράς. Κι αυτό ακόμη, δεν είναι τίποτα καινούργιο. Η επίκριση του Σέλλεϋ προς τον Γουέρντσγουερθ που, αφού καλοδέχτηκε την Γαλλική Επανάσταση, υποχώρησε σε έναν βουκολικό συντηρητισμό, το εξέφρασε καλά:
Στην τιμημένη φτώχια η φωνή σου υψώθηκε
Σε τραγούδια λατρείας στην αλήθεια και την ελευθερία
Τα εγκατέλειψες όμως κι έμεινα να θρηνώ
Που ενώ υπήρξες τέτοιος, έπαψες πια να υπάρχεις.
[In honoured poverty thy voice did weave
Songs consecrate to truth and liberty,
Deserting these, thou leavest me to grieve,
Thus having been, that thou shouldst cease to be.]
- Είναι ο ένας από τους συγγραφείς του «Ο Τρότσκυ για αρχάριους». Αν είναι όπως τα άλλα βιβλία της σειράς, λέει.
- Φημολογείται οτι ενέπνευσε το Street Fighting Man των Rolling Stones. Τρελλό kudos σου λέω.
Το παρακάτω άρθρο έκατσα να το διαβάσω επειδή μου άρεσε η φωτογραφία. Έχω γενικά μια ευαισθησία για τον Μάη του ’68 και για όλες τις χαμένες επαναστάσεις, ιδίως αν συμπεριλαμβάνουν σπασμένα πεζοδρόμια, οδοφράγματα και φωτιές στους δρόμους. Κι όμως, δεν τη γουστάρω τη βία.
Αυτή τη φορά, εκεί που λέει «A Suivre» έχει όντως συνέχεια, γιατί το άρθρο είναι τελείως τεράστιο. Καλή υπομονή. Εγώ δεν έχω το κουράγιο ούτε να κάνω απάνθισμα... Τα σχόλια στις αγκύλες είναι δικά μου. Παρακαλώ, αν βρείτε λάθη να μου τα μαρτυρήσετε, γιατί δεν έχω Ελληνικό διορθωτή στο word μου και δεν μπορώ να τα πιάνω όλα :)
Που πήγε η Λύσσα;
Το 1968, η οργή για τον πόλεμο του Βιετνάμ πυροδότησε διαμαρτυρίες και ξεσηκωμούς ανά την υφήλιο: από το Παρίσι και την Πράγα ώς το Μεξικό. Ο Ταρίκ Αλί συλλογίζεται την κληρονομιά τους, 40 χρόνια μετά.Το 1968, μια θύελλα σάρωσε τον κόσμο. Ξεκίνησε στο Βιετνάμ, κατόπιν κύλησε κατά μήκος της Ασίας, διασχίζοντας τη θάλασσα και τα βουνά προς την Ευρώπη και παραπέρα. Ένας κτηνώδης πόλεμος που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ εναντίον μιας φτωχής χώρας της Νοτιοανατολικής Ασίας προβαλλόταν κάθε νύχτα στην τηλεόραση. Ο συσσωρευμένος αντίκτυπος από τις εικόνες των βομβών που έπεφταν, των χωριών που καίγονταν και μιας χώρας που περιλουζόταν στο ναπάλμ και στα χημικά όπλα πυροδότησε ένα κύμα παγκόσμιων ξεσηκωμών που δεν τους είχε ξαναδεί ο κόσμος σε τέτοια κλίμακα μέχρι τότε – ή από τότε.
Αν οι Βιετναμέζοι κατάφερναν να υπερνικήσουν το ισχυρότερο κράτος της υφηλίου, σίγουρα κι εμείς μπορούσαμε να νικήσουμε τους δικούς μας ηγέτες: αυτή ήταν η κυρίαρχη αίσθηση ανάμεσα στους πιο ριζοσπαστικούς της γενιάς του ’60.
Το Φεβρουάριο του 1968, οι Βιετναμέζοι κομμουνιστές εξαπέλυσαν την διάσημη επιχείρηση Τετ τους κι επιτέθηκαν στις δυνάμεις των ΗΠΑ σε κάθε μεγάλη πόλη του Νοτίου Βιετνάμ. Το μεγάλο φινάλε δόθηκε με τους Βιετναμέζους αντάρτες να καταλαμβάνουν την πρεσβεία των ΗΠΑ στη Σαϊγκόν (Χο Τσι Μινχ Σίτυ) και να σηκώνουν την σημαία τους στη σκεπή της. Ήταν, χωρίς αμφιβολία, μια αποστολή αυτοκτονίας, αλλά απίστευτα γενναία. Ο αντίκτυπος ήταν άμεσος. Για πρώτη φορά, η πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών συνειδητοποίησε οτι ο πόλεμος δεν μπορούσε να κερδηθεί. Οι φτωχότεροι απ’ αυτούς φέρανε έναν αέρα από Βιετνάμ το ίδο καλοκαίρι με μια εξέγερση ενάντια στη φτώχεια και τις διακρίσεις όταν τα γκέτος των μαύρων εξερράγησαν σε κάθε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ, με τους μαύρους στρατιώτες που είχαν επιστρέψει από το μέτωπο να παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο.
Η μοναχική σπίθα ανέφλεξε την υφήλιο. Το Μάρτιο του 1968, φοιτητές στο πανεπιστήμιο της Ναντέρ στη Γαλλία βγήκαν στους δρόμους και το κίνημα της 22 Μάρτη γεννήθηκε με τους δύο Ντανιέλ (τον Κον- Μπεντίτ και τον Μπενσέντ, φοιτητές της Ναντέρ τότε, και ακόμα αναμιγμένους στις πράσινες και αριστερίστικες πολιτικές σήμερα) [προσωπικά, ο Κόν-Μπεντίντ τουλάχιστον, τον παίρνει. Κι όχι με την καλή έννοια.] να απευθύνουν την πρόκληση προς το Λιοντάρι της Γαλλίας: τον Σάρλ Ντε Γκωλ, τον απόμακρο, μοναρχικό πρόεδρο της Πέμπτης Δημοκρατίας που, σε μια έκρηξη νηπιακής οργής, θα περιέγραφε αργότερα ως chie-en-lit –«κουράδα στο κρεβάτι»- τα γεγονότα στη Γαλλία που παραλίγο να τον ανέτρεπαν. Οι φοιτητές ξεκίνησαν ζητώντας αλλαγές στα πανεπιστήμια και προχώρησαν στην επανάσταση.
Τον ίδιο μήνα στο Λονδίνο, μια πορεία κατά του πολέμου στο Βιετνάμ κατευθύνθηκε προς την πρεσβεία των ΗΠΑ στην πλατεία Γκρόσβερνορ Σκουέρ. Εξελίχθηκε σε βίαιη διαδήλωση. Σαν τους Βιετναμέζους, θελήσαμε να καταλάβουμε την πρεσβεία, αλλά έφιπποι αστυνομικοί παρατάχθηκαν για να προστατέψουν την ακρόπολη. Εκδηλώθηκαν συγκρούσεις και ο Αμερικανός γερουσιαστής Γιουτζήν Μακ Κάρθυ [όχι ο γνωστός, εκείνος ήταν Τζόζεφ] παρακολουθώντας τις εικόνες στην τηλεόραση απηύθυνε έκκληση για το τέλος ενός πολέμου που είχε οδηγήσει, μεταξύ άλλων, στην συνεχή πολιορκία της «πρεσβείας μας στην φιλικότερη προς εμάς πρωτεύουσα της Ευρώπης». Σε σύγκριση με τις ζυμώσεις που συνέβαιναν αλλού, η Βρετανία ήταν ψιλοπράματα (“in sleepy London Town there’s just no place for a street fighting man,” τραγουδούσε ο Μικ Τζάγκερ αργότερα τον ίδιο χρόνο) [όχι, για να μην ξεχνιόμαστε...]: οι καταλήψεις των πανεπιστημίων και οι ταραχές στην Γκρόσβερνορ Σκουέρ δεν ήταν καμμια πραγματική απειλή για την κυβέρνηση των Εργατικών, που υποστήριζε τις ΗΠΑ αλλά αρνήθηκε να στείλει δυνάμεις στο Βιετνάμ.
Στη Γαλλία, ο υπαρξιστής φιλόσοφος Ζαν-Πωλ Σαρτρ βρισκόταν στο απόγειο της επιρροής του. Αντίθετα με τους απολογητές του Σταλινισμού, υποστήριζε οτι δεν υπήρχε λόγος να προετοιμάζεσαι για την αυριανή ευτυχία με τίμημα την αδικία, την καταπίεση και τη μιζέρια σήμερα. Αυτό που χρειαζόταν ήταν βελτίωση τώρα.
Μέχρι το Μάη, ο ξεσηκωμός των φοιτητών της Ναντέρ είχε εξαπλωθεί στο Παρίσι και στα εργατικά σωματεία. Ετοιμάζαμε το πρώτο τεύχος του Black Dwarf όταν η Γαλλική πρωτεύουσα εξερράγη, στις 10 Μαΐου. Ο Ζαν- Ζακ Λεμπέλ, ο δακρυγονοπαθής ανταποκριτής μας στο Παρίσι μας τηλεφωνούσε τα ρεπορτάζ του κάθε λίγες ώρες. Μας είπε «Ένας γνωστός αθλητικός εκφωνητής στάλθηκε στο Καρτιέ Λατέν για να καλύψει τα γεγονότα της νύχτας και αναφέρει: ‘τώρα οι CRS [Γάλλοι ματατζήδες] κάνουνε έφοδο, προσπαθούν να πάρουν το οδόφραγμα, - Θεέ μου! Γίνεται πραγματική μάχη! Οι φοιτητές αντεπιτίθενται, ακούτε το θόρυβο – οι CRS υποχωρούν. Τώρα ανασυντάσσονται, ετοιμάζονται πάλι για έφοδο. Οι κάτοικοι πετάνε πράγματα από τα παράθυρά τους στους CRS- ώχ! Οι μπάτσοι κάνουν αντίποινα, εκτοξεύουν χειροβομβίδες μέσα στα παράθυρα των διαμερισμάτων...’ Ο παραγωγός της εκπομπής διακόπτει, ‘Δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό, οι CRS δεν κάνουν τέτοια πράγματα!
‘Σας λέω ό,τι βλέπω...’ Η φωνή του κόβεται. Του κόψανε τη γραμμή».
Η αστυνομία απέτυχε να ανακαταλάβει το Καρτιέ Λατέν, που τώρα μετωνομάζεται σε Συνοικία του Ηρωικού Βιετνάμ. [Quartier du Vietnam héroïque] Τρεις μέρες μετά, ένα εκατομύριο κόσμος καταλαμβάνει τους δρόμους του Παρισιού, ζητώντας να δοθεί τέλος στη σαπίλα του κράτους και σκεπάζοντας τους τοίχους με σλόγκαν: «Προστατέψτε Τη Συλλογική Φαντασία», «Κάτω Από Τα Πεζοδρόμια- Η Παραλία» [Sous les pavés, la plage, καλύτερα κατανοητό ως πακέτο με το «Je t'aime ! Oh ! dites-le avec des pavés!», «Σ¨αγαπώ! ΄Ώ! Πείτε το με Πλάκες», του πεζοδρομίου που τις σπάγανε και τις πετάγανε στους από ‘κει.] «Τα Αγαθά Είναι Το Όπιο Του Λαού, Η Επανάσταση Είναι Η Έκσταση Της Ιστορίας».
Σχεδίαζα να κατευθυνθώ προς το Παρίσι – ήταν κάτι που το συζητούσαμε στο έντυπο– όταν ξαφνικά δέχτηκα ένα τηλεφώνημα, αργά μια νύχτα. Μια αριστοκρατική φωνή είπε, «Δεν ξέρεις ποιός είμαι, αλλά μη φύγεις από τη χώρα μέχρι να περάσουνε τα πέντε χρόνια σου εδώ πέρα. Δεν θα σ΄ αφήσουν να ξαναγυρίσεις». Εκείνες τις μέρες, η Βρετανική υπηκοότητα για τους υπηκόους των χωρών της πρώην Βρετανικής Αυτοκρατορίας ήταν αυτόματη μετά από πέντε χρόνια [παραμονής στη χώρα]. Δεν θα συμπλήρωνα την πενταετία μου μέχρι τον Οκτώβριο του 1968. Ήδη οι υπουργοί της κυβέρνησης των Εργατικών είχαν αρχίσει να συζητούν δημόσια αν γινόταν να με απελάσουν. Φίλοι δικηγόροι επιβεβαίωσαν οτι δεν έπρεπε να βγω από τη χώρα. Ο Κλάιβ Γκούντγουιν, ο εκδότης του περιοδικού μας, άσκησε βέτο στο ταξίδι μου και ξεκίνησε να πάει στο Παρίσι μοναχός του.
Εγώ πήγα τελικά ένα χρόνο αργότερα για να βοηθήσω τον Αλαίν Κριβίν, έναν από τους ηγέτες της επανάστασης του Μάη του 1968, με την προεδρική του εκστρατεία ώς υποψήφιου της Κομμουνιστικής Επαναστατικής Λίγκας [Ligue Communiste Révolutionnaire]. Όταν προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο του Ορλύ, επιστρέφοντας από μια συγκέντρωση στην Τολούζ, η Γαλλική αστυνομία περικύκλωσε το αεροπλάνο. «Ελπίζω να είναι για σένα, όχι για μένα», έκανε ο Κριβίν. Κι όντως για μένα ήταν. Μου παρέδωσαν μια διαταγή που μου απαγόρευε την παραμονή στη Γαλλία, η οποία συνέχισε να ισχύει μέχρι την εκλογή του Φρανσουά Μιτεράν, πολλά χρόνια αργότερα.
Η επανάσταση δεν έγινε, αλλά η Γαλλία ταρακουνήθηκε από τα γεγονότα. Ο Ντε Γκωλ, με την ιστορική του συνείδηση, εξέτασε το ενδεχόμενο πραξικοπήματος: στις αρχές του Ιουλίου, πήγε με αεροπλάνο από μια στρατιωτική βάση, στο Μπάντεν – Μπάντεν, όπου στρατοπέδευαν Γαλλικές δυνάμεις, για να τους ρωτήσει αν θα τον υποστήριζαν σε περίπτωση που το Παρίσι έπεφτε στα χέρια των επαναστατών. Συμφώνησαν αλλά ζητήσαν την αποκατάσταση των ακροδεξιών στρατηγών που ο Ντε Γκωλ είχε απολύσει επειδή είχαν αντιταχτθεί στην αποχώρηση [του Γαλλικού Στρατου] από την Αλγερία. Η συμφωνία έκλεισε. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Ντε Γκωλ συνέτισε τον υπουργό των εξωτερικών του που πρότεινε να συλλάβουν τον Σαρτρ, λέγοντάς του: «Το Βολταίρο θα κλείσεις φυλακή βρε ζώον;» [σε ελεύθερη μετάφραση].
Το Γαλλικό παράδειγμα όντως εξαπλώθηκε, αναστατώνοντας τους γραφειοκράτες στη Μόσχα όσο και τις ολιγαρχίες της Δύσης. Ένας ρέμπελος και απειθάρχητος λαός έπρεπε να δαμαστεί. Ο Ρομπέρ Εσκαρπί, ένας ανταποκριτής της Λε Μοντ, έγραψε στις 24 Ιουλίου του 1968: «Ένας Γάλλος που ταξιδεύει στο εξωτερικό αισθάνεται να του φαίρονται λιγάκι σαν να αναρρώνει από κάποιον ύπουλο πυρετό. Και πώς φούντωσε το εξάνθημα των οδοφραγμάτων; Ποιά ήταν η θερμοκρασία στις πέντε η ώρα το απόγευμα τις 29 Μαΐου; Η θεραπεία Ντε Γκωλ, φτάνει όντως στη ρίζα της ασθένειας; Υπάρχει κίνδυνος υποτροπής;... Υπάρχει όμως κάτι που σχεδόν ποτέ δεν ρωτάνε, ίσως γιατί φοβούνται να ακούσουν την απάντηση. Μέσα τους όμως όλοι θέλουνε να μάθουν, με ελπίδα ή φόβο, αν η ασθένεια είναι μεταδοτική».
Ήταν μεταδοτική. Στην Πράγα, ρεφορμιστές κομμουνιστές –πολλοί από αυτούς ήρωες της αντίστασης ενάντια στους φασίστες στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο- είχαν ήδη, εκείνη την Άνοιξη, προκυρήξει έναν «Σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Ο σκοπός του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ και των υποστηρικτών του ήταν να εκδημοκρατίσουν την πολιτική ζωή στην Τσεχοσλοβακία. Ήταν το πρώτο βήμα προς μια σοσιαλιστική δημοκρατία κι έτσι ακριβώς το είδαν η Μόσχα και η Ουάσινγκτον. Τον Αύγουστο του 21, οι Ρώσσοι έστειλαν τα τανκς και τσακίσαν το κίνημα.
Σε όλες τις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες γίνονταν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Ο κίτρινος τύπος [οι tabloids] στη Βρετανία επιτειθόταν στους αριστεριστές ώς «πράκτορες της Μόσχας» και σάστισε ειλικρινά όταν βαδίσαμε εναντίον της Σοβιετικής πρεσβείας, αποκυρήσσοντας την εισβολή σε έντονη γλώσσα και καίγοντας ομοιώματα του πρησμένου Σοβιετικού ηγέτη, του Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Ο Αλεκσάντερ Σολτζενίτσιν αργότερα παρατήρησε οτι η Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία ήταν η τελευταία σταγόνα γι’ αυτόν. Τώρα συνειδητοποιούσε οτι το σύστημα δεν μπορεί ποτέ να αναμορφωθεί από τα μέσα και πρέπει να ανατραπεί. Δεν ήταν μόνος του. Οι γραφειοκράτες της Μόσχας είχαν σφραγίσει την ίδια τους τη μοίρα.
Στο Μεξικό, φοιτητές κατέλαβαν τα πανεπιστήμια, απαιτώντας να μπει τέλος στην καταπίεση και την κυριαρχία ενός μόνου κόμματος. Ο στρατός στάλθηκε να καταλάβει τα πανεπιστήμια, έκατσε εκεί για πολλοόυς μήνες κι έγινε έτσι ο πιο μορφωμένος στρατός στον κόσμο. Στις 2 Οκτωβρίοιυ –με τα μάτια του κόσμου στραμμένα στην πόλη του Μεξικου, 10 μέρες πριν την προγραμματισμένη έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων εκεί- χιλιάδες φοιτητές ξεχυθήκαν στους δρόμους για να διαδηλώσουν. Η σφαγή ξεκίνησε το ηλιοβασίλεμα. Στρατιώτες άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους που παρακολουθούσε τις ομιλίες σε μια από τις κεντρικές πλατείες της πόλης- δεκάδες σκοτώθηκαν κι εκατοντάδες τραυματίστηκαν.
Και τότε, το Νοέμβριο του 1968 εξερράγη το Πακιστάν. Φοιτητές τα έβαλαν με τον κρατικό μηχανισμό μιας διεφθαρμένης και καταρρέουσας στρατιωτικής δικτατορίας που την υποστήριζαν οι ΗΠΑ (σας θυμίζει τίποτα αυτό;). Ενώθηκαν μαζί τους εργάτες, δικηγόροι, υπάλληλοι, πόρνες και άλλα κοινωνικά στρώματα και παρ’ όλη την έντονη καταστολή (εκατοντάδες σκοτώθηκαν), ο αγώνας εντάθηκε και, την επόμενη χρονιά, ανέτρεψε τον Ταξίαρχο [νομίζω. Τί βαθμός είναι ο Field Marshal στα Ελληνικά; Δεν έχω και λεξικό γαμώτο!] Αγιούμπ Χαν.
Όταν έφτασα [στο Πακιστάν] το Φεβρουάριο του 1969, η χώρα ήταν σε κατάσταση ευφορίας. Μιλώντας σε συγεκντρώσεις σε όλη τη χώρα μαζί με τον ποιητή Χαμπίμπ Τζαλίμπ, συαντήσαμε μια πολύ διαφορετική ατμόσφαιρα από αυτήν στην Ευρώπη. Εδώ η ισχύς [του λαού] δεν φαινόταν και τόσο απόμακρη. Η ήττα του Αγιούμπ Χαν οδήγησε στις πρώτες γενικές εκλογές στην ιστορία της χώρας. Οι εθνικιστές της Βεγγάλης στο Ανατολικό Πακιστάν πήραν μια πλειοψηφία που η ελίτ και κάποιοι σημαντικοί πολιτικοί δεν αποδέχτηκαν. Ο εμφύλιος πόλεμος οδήγησε στην στρατιωτική επέμβαση από την Ινδία κι αυτό ήταν το τέλος του παλιού Πακιστάν. Το Μπαγκλαντές ήταν το αποτέλεσμα μιας αιματηρής καισαρικής.
Η υπέροχη δεκαετία (1965 -75), της οποίας η χρονιά του 1968 ήταν το αποκορύφωμα, αποτελείτο από τρία ρεύματα σκέψης που αναπτύσσονταν ταυτόχρονα. Η πολιτική κυριαρχούσε αλλά υπήρχαν και άλλα δύο που αφήσαν τα σημάδια τους βαθύτερα – η σεξουαλική απελευθέρωση και μια ηδονιστική επιχειρηματική δραστηριότητα από τα κάτω. Είχαμε κάθε λόγο να είμαστε ευγνώμωνες γι’ αυτήν την τελευταία. Όσο ήμουν αρχισυντάκτης του Black Dwarf, στην περίοδο 1968 με 69, κάναμε διαρκείς εκκλήσεις για οικονομική στήριξη προς τους αναγνώστες. Μια έρα, ένας τύπος με φόρμα εργασίας μπήκε στο γραφείο μας στο Σόχο, μας μέτρησε 25 λιγδιασμένα πεντόλιρα, μας ευχαρίστησε που βγάζαμε το έντυπο και έφυγε. Κάθε μερικές βραδιές, έκανε το ίδιο. Τελικά τον ρώτησα ποιός ήτανε κι αν υπήρχε κάποιος συγκεκριμμένος λόγος για την γενναιοδωρία του. Φαίνεται οτι είχε έναν πάγκο [για περιοδικά κι εφημερίδες] στην Πορτομπέλο Ρόουντ, κι όσο για το γιατί ήθελε να βοηθήσει, ήταν απλό. «Ο καπιταλισμός δεν είναι καλή φάση, φιλαράκι» ["Capitalism is so non-groovy, man."]. Είναι ακόμη χειρότερη φάση σήμερα και πολύ πιο κακόβουλος.
Από κάποιες απόψεις, τα σίξτις ήτανε μια αντίδραση στη δεκαετία του πενήντα και την ενταση του Ψυχρού Πολέμου. Στις ΗΠΑ, τα Μακαρθικά κυνήγια μαγισσών είχαν σπείρει το χάος στα φίφτις, τώρα όμως οι εξοστρακισμένοι συγγραφείς μπορούσαν να δουλέψουν και πάλι. Στη Ρωσία, εκατοντάδες πολιτικοί κατάδικοι αφέθηκαν ελεύθεροι, τα γκούλαγκς κλείσαν και τα εγκλήματα του Στάλιν αποκυρήχτηκαν από τον Κρουστσέφ καθώς η Ανατολική Ευρώπη έτρεμε με προσμονή και ελπίδες για μια γρήγορη αλλαγή. Μάταια ελπίζανε.
Το ανανεωτικό πνεύμα μόλυνε και την κουλτούρα επίσης: το πρώτο βιβλίο του Σολτζενίτσιν δημοσιεύτηκε σε επεισόδια στο επίσημο λογοτεχνικό περιοδικό, Νόβυ Μιρ κι ένας νέος κινηματογράφος επικράτησε στην περισσότερη Ευρώπη. Στην Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου κυβερνούσαν οι αγαπημένοι φασίστες του ΝΑΤΟ, ο Φράνκο κι ο Σαλαζάρ, η λογοκρισία επέμενε, αλλά στη Βρετανία Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ του Ντ.Χ. Λώρενς, που είχε γραφτεί το 1928, εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1960. Το βιβλίο, με το πλήρες κείμενο, πούλησε δύο εκατομύρια αντίτυπα.
Μετά από την πρωτοπόρα δουλειά της Σιμόν Ντε Μπωβουάρ στο Δεύτερο Φύλο (1949), η Τζούλιετ Μίτσελ εξαπέλυσε την νέα επίθεση τον Δεκέμβριο του 1966. Το μακροσκελές της δοκίμιο, Γυναίκες: η Μακρύτερη Επανάσταση, κυκλοφόρησε στη Νέα Αριστερή Επιθεώρηση [New Left Review] και έγινε αμέσως σημείο αναφοράς, συνοψίζοντας τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες. «Στην προηγμένη βιομηχανική κονωνία, η δουλειά των γυναικών βρίσκεται στο περιθώριο της συνολικής οικονομίας... στις γυναίκες προσφέρεται ένα προσωπικό σύμπαν: η οικογένεια. Όπως κι η γυναίκα η ίδια, η οικογένεια εμφανίζεται ώς ένα φυσικό αντικείμενο, αλλά ειναι στην πραγματικότητα ένα κοινωνικό κατασκεύασμα.... Και τα δύο μπορούν να αποθεωθούν παράδοξα, ώς ιδεώδη. Η ‘αληθινή’ γυναίκα και η ‘αληθινή’ οικογένεια είναι εικόνες ειρήνης και αφθονίας: στην πράξη μπορούν κι οι δυο να είναι τόποι βίας και απόγνωσης».
Το Σεπτέμβριο του 1968, φεμινίστριες στις ΗΠΑ διέκοψαν τα καλλιστεία της Μις Κόσμος στην Ατλάντικ Σίτυ, ρίχνοντας τις προειδοποιητικές βολές, για λογαριασμό ενός γυναικείου απελευθερωτικού κινήματος που θα άλλαζε τις ζωές των γυναικών απαιτώντας αναγώριση, ανεξαρτησία και μια ισάξια φωνή σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Το εξώφυλλο του τεύχους του Black Dwarf του Ιανουαρίου του 1969 αφιέρωνε την χρονιά στις γυναίκες. Στο εσωτερικό, δημοσιεύσαμε το ψυχωμένο κάλεσμα στα όπλα της Σήλα Ρόουμπόθαμ. (Καθώς γράφω αυτό το άρθρο, η Καθηγήτρια Ρόουμπόθαμ, τώρα πια μια διαπρεπής ακαδημαϊκός, κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά της από τους μακάβριους, γκρίζους λογιστές που λειτουργούν το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Έχουμε εισέλθει πλέον σε έναν γεωλογικό αιώνα των πανεπιστημίων- γραμμών παραγωγής, με σελέμπριτις που πληρώνονται περιουσίες για να κάνουνε μάθημα οχτώ ώρες την εβδομάδα και γνήσιους διανοουμενους πεταγμένους στον κάλαθο των αχρήστων). [αυτό, σύντροφε, στις προνομιούχες σχολές. Εμείς εδώ στις τεχνολογικές, κάνουμε τη δουλειά μας κι έχουμε στήσει μια καινούργια οικονομία που λέγεται Open Source, free as in speech and as in beer. Πού να τα ξέρετε όμως αυτά εσείς οι αριστεριστές, ε; Είστε κι αναλογικοί τρομάρα σας... ]
Και, ναι, υπήρχε επίσης κι η αρχή της ηδονής. Οτι τα σίξτις υπήρξαν ηδονιστικά, δεν αμφισβητείται, ήταν όμως διαφορετικά από την εταιρικοποιημένη εκδοχή του σήμερα. Εκείνη την εποχή, σηματοδότησαν την αποστασιοποίηση από τον υποκριτικό πουριτανισμό των δεκαετιών του σαράντα και του πενήντα, όταν οι λογοκριτές απαγόρευαν να εμφανίζονται παντρεμένα ζευγάρια να μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι στην οθόνη και οι πυτζάμες ήταν υποχρεωτικές. Οι ριζοσπαστικές ανακατατάξεις επηρρεάζουν όλους τους κοινωνικούς περιορισμούς. Κι έτσι ήταν πάντα.
Στο προφητικό Λονδίνο του 18ου αιώνα, οι σεξουαλικοί πειραματισμοί έπρεπε να γίνονται με το προκάλυμμα των σχισματικών εκκλησιών, όπως εκείνης των Μοραβιανών και των σουρρεαλιστικών Σβεντερμπογκιανών (για τους οποίους ο «έρωτας για το θείο» εκφραζόταν καλύτερα στην «έκχυση του σπερματος»): κι οι δυο κύρητταν τα αγαθά του συνδυασμού της θρησκευτικής πίστης και της ερωτικής έκστασης. Τα σεξουαλικά όργια ήταν σταθερό χαρακτηριστικό του Μοραβιανού τελετουργικού, σύμφωνα με το οποίο η διείσδυση ήταν το ίδιο με το να εισέρχεσαι στις πληγές στα πλευρά του Χριστού. Ο Γουίλιαμ Μπλέηκ και ο κύκλος του είχαν ιδιαίτερη ανάμιξη σε όλα αυτά και κάποιοι από τους πίνακές του οι οποίοι απεικονίζουν αυτόν τον κόσμο είχαν λογοκριθεί εκείνη την εποχή. Ελπίζω αυτό να μην προκελέσει πολύ μεγάλο σοκ στον παλιό μου φίλο Τόνυ Μπενν [ριζοσπάστης σοσιαλιστής και αριστερός Βρετανός πολιτικός, βουλευτής των Εργατικών και όντως φίλος και συνεργάτης του Ταρίκ Αλί] και τους άλλους που τραγουδάνε το «Τζερούσαλεμ» [Αγγλικός θρησκευτικός ύμνος σε στίχους Μπλέηκ.] χωρίς να συνειδητοποιούν το κρυφό μήνυμα στίχων όπως:
Φέρτε μου το τόξο μου το από καυτό χρυσάφι!
Φέρτε μου τα βέλη μου του πόθου!
Φέρτε μου το δόρυ μου!
Η ομοφυλοφιλία στη Βρετανία αποποινικοποιήθηκε μόλις το 1967. Ομοφυλοφιλικά κινήματα απελευθέρωσης εξερράγησαν με ακτιβιστές να απαιτούν να δοθεί τέλος σε κάθε ομοφοβική νομοθεσία και οι Gay Pride πορείες ξεκίνησαν για πρώτη φορά, εμπνευσμένες από τους αγώνες των Αφρο-Αμερικανών για ίσα δικαιώματα και για το Black Pride. Όλα τα κινήματα μάθαιναν το ένα από το άλλο. Οι πρόοδοι στα αστικά δικαιώματα, στα κινήματα των γυναικών και των μαύρων, που τώρα θεωρούνται δεδομένες, προωθήθηκαν με πόλεμο στους δρόμους ενταντίον αντιπάλων που πολεμούσαν ένα “war on horror”.
Η ιστορία σπάνια επαναλαμβάνεται [έχει πιει κάτι ο σύντροφος;], αλλά η ηχώ της δεν χάνεται ποτέ. Το Φθινώπορο του 2004 όταν ήμουν στις ΗΠΑ για μια περιοδεία ομιλιών που συνέπεσε με την καμπάνια για την επανεκλογή του Μπους παρατήρησα, σε μια μεγάλη αντιπολεμική διαδήλωση στο Μάντισον έναν κατ’ ευθείαν απόηχο σ’ ένα ουτοπικό σλόγκαν σ’ ένα αυτοκόλητο για αυτοκίνητα: «Ιράκ είναι το Βιετνάμ στα Αραβικά». Ο τεχνικός ήχου στο χωλ, ένας Μεξικανο-Αμερικανός, μου ψυθίρισε με περηφάνεια στο αυτί οτι ο γυιός του, ένας 25χρονος πεζοναύτης, είχε μόλις επιστρέψει από τη θητεία του στην πολιορκημένη Ιρακινή πόλη της Φαλούτζα, το θέατρο φρικιαστικών σφαγών από τους Αμερικανούς στρατιώτες, κι οτι μπορεί να εμφανιζόταν στη συζήτηση. Τελικά δεν εμφανίστηκε, ήρθε όμως να κάτσει μαζί μας αργότερα, μαζί μ’ άλλους δυο φίλους του, πολίτες αυτούς. Είχε δει οτι η αίθουσα ήταν τίγκα στους αντιπολεμικούς, κατά του Μπους, ακτιβιστές.
Ο νεαρός πεζοναύτης με το στρατιωτικό κούρεμα, ο G, διηγήθηκε ιστορίες καθήκοντος και ανδρείας. Τον ρώτησα γιατί είχε καταταγεί στους πεζοναύτες. «Δεν υπήρχε καμμια επιλογή για ανθρώπους σαν εμένα. Αν έμενα εδώ, θα είχα σκοτωθεί στο δρόμο, ή θα είχα καταλήξει στην φυλακή με ισόβια. Το Σώμα μου έσωσε τη ζωή. Με εκπαίδευσαν, με φρόντισαν και με αλλάξανε ολοκληρωτικά. Αν είχα πεθάνει στο Ιρακ, τουλάχιστον θα ήταν ο εχθρός που θα με είχε σκοτώσει. Στην Φαλούτζα, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν να κάνω ό,τι μποροώ ώστε οι άντρες που πολεμούσαν κάτω από τις διαταγές μου να είναι ασφαλείς. Αυτό είναι όλο. Τα περισσότερα από τα παιδιά που διαδηλώνουν για ειρήνη δεν έχουν προβλήματα εδώ πέρα. Πάνε στο κολλεγιο, διαδηλώνουν και σύντομα τα ξεχνάνε όλα όταν προχωρήσουν στη ζωή τους κι αποκτήσουν καλοπληρωμένες δουλειές. Για ανθρώπους σαν εμένα, δεν είναι και τόσο εύκολα τα πράγματα. Πιστεύω οτι θα έπρεπε να υπάρχει αναγκαστική θητεία. Γιατί τα φτωχά παιδιά να είναι τα μόνα που στέλνουνε εκεί πέρα; Από τους πεζοναύτες που δουλεύω μαζί τους, άντε να είναι το τέσσερα με πέντε τοις εκατό λυσσασμένοι σημαιόκαυλοι. Οι υπόλοιποι κάνουμε μια δουλειά, την κάνουμε καλά κι ελπίζουμε να την τελειώσουμε χωρίς να βρεθούμε KIA [killed in action, πεσών εν τω καθηκόντι] ή να τραυματιστούμε».
Αργότερα, ο G κάθησε σ’ έναν καναπέ ανάμεσα σε δυο πιο ηλικιωμένους άντρες- και τους δυο πρώην μάχιμους. Στ’ αριστερά του βρισκόταν ο Γουίλ Γουίλλιαμς, 60 χρονών, γεννημένος στο Μισισσίπι , που είχε καταταγεί στο στρατό σε ηλικία 17 χρονών. Ήταν σίγουρος οτι, αν δεν είχε φύγει από το Μισισσίπι, η Κου Κλουξ Κλαν, ή κάποια άλλη ρατσιστική οργάνωση θα τον είχε σκοτώσει. Κι αυτός μου είπε οτι ο στρατός «μου έσωσε τη ζωή». Μετά από μια θητεία στη Γερμανία, είχε σταλεί στο Βιετνάμ. Τραυματισμένος στην εκτέλεση του καθήκοντος, παρασημοφορηθηκε με την Πορφυρή Καρδιά και δυο μπρούντζινους αστέρες. Κι αυτός άρχισε να αλλάζει μετά από μια εξέγερση μαύρων στρατιωτών στο Καμραν Μπέυ, που διαμαρτύρονταν για τον ρατσισμό στο εσωτερικό του Αμερικάνικου στρατού.
Μετά από μια δύσκολυ περίοδο αναπροσαρμογής, ο Γουίλιαμς διάβασε πολύ πολιτική και ιστορία. Αισθανόμενος οτι πάλι έλεγαν ψέμματα στους Αμερικανούς, ο ίδιος κι ο Ντοτ, ο σύντροφός του εδώ και 43 χρόνια, μπήκαν στο κίνημα κατά του πολέμου στο Ιράκ, φέρνοντας τις φωνές τους από την Γκόσπελ χορωδία τους στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και τις διαδηλώσεις.
Στα δεξιά του G, καθόταν ο Κλάρενς Κάιλιν, που αυτό το καλοκαίρι θα γινότανε 90 χρονών και είναι ένας από τους λίγους εναπομείναντες επιζώντες της Ταξιαρχίας Αβραάμ Λίνκολν, που είχε σταλεί να πολεμήσει στο πλευρό των Ρεπουμπλικανών στον Ισπανικό εμφύλιο. Κι αυτός έχει ενεργό δράση στο κίνημα κατά του πολέμου στο Ιράκ. «Το ταξίδι μας στην Ισπανία έγινε με ιδιαίτερη μυστικότητα- κρατήθηκε κρυφό ακόμη κι από τις οικογένειές μας. Εγώ ήμουν οδηγός φορτηγού, μετά φαντάρος κει για λίγο τραυματιοφορέας. Είδα την κτηνωδία του πολέμου από κοντά. Από τους πέντε κατοίκους του Γουισκόνσιν που ήρθαν στην Ισπανία μαζί μου, οι δύο σκοτώθηκαν.... αργότερα ήρθε το Βιετνάμ κι αυτή τη φορά, παιδιά από εδώ σκοτώθηκαν για τη λάθος πλευρά. Τώρα έχουμε το Ιράακ. Είναι πολύ άσχημα τα πράγματα, αλλά ακόμη πιστεύω οτι υπάρχει μια εγγενής καλωσύνη στον κόσμο, γι’ αυτό και τόσοι πολλοί καταφέρνουν να ξεφύγουν από το ανάξιο παρελθόν τους.»
Το 2006, μετά από άλλη μια περίοδο ενεργού δράσης, ο G, δεν κατάφερνε να αποδεχτεί πλέον καμμια δικαιολογία για τον πόλεμο. Θαύμαζε την Σίντυ Σήχαν και την Οικογένειες Στρατιωτικών Ενάντια Στον Πόλεμο, την πιο σταθερά ενεργή και αποτελεσματική αντιπολεμική ομάδα στις ΗΠΑ.
Μια δεκαετία πριν την Γαλλική Επανάσταση, ο Βολταίρος παρατηρούσε οτι «Η Ιστορία είναι τα ψέμματα που έχουμε συμφωνήσει να λέμε». Μετά από αυτό, δεν υπήρξε και πολλή συμφωνία σε οτιδήποτε. Η συζήτηση για το 1968 αναστήθηκε πρόσφατα από τον Νικολά Σαρκοζύ, που καυχήθηκε οτι η νίκη του στις περσινές προεδρικές εκλογές ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετερο του ’68. Η βιτριολική απάντηση του φιλόσοφου Αλαίν Μπαντιού, ήταν να παρομοιάσει τον νέο πρόεδρο της δημοκρατίας με τους Βουρβόνους του 1815 και τον Στρατηγό Πεταίν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Κι εκείνοι, επίσης, είχαν μιλήσει για καρφιά και φέρετρα. [έχω την εντύπωση οτι μιλάει για τους στρατηγούς που ευθύνονταν, μαζί με τους ομόλογούς τους Γερμανούς για την κόλαση του πολέμου των χαρακωμάτων, που νομίζαν οτι κάθε καινούργια έφοδος θα έφερνε το τέλος του πολέμου, αντί για τρελλές ανθρώπινες -τί άλλο;- απώλειες]
«Ο Μάης του 1968 επέβαλε έναν διανοητικό και ηθικό ρελατιβισμό σε όλους μας.» δήλωσε ο Σαρκοζύ. «Οι διάδοχοι του Μάη του 68, επέβαλαν την ιδέα οτι δεν υπάρχει πια διαφορά μεταξύ καλού και κακού, αλήθειας και ψεύδους, ομορφιάς και ασχήμιας. Η κληρονομιά του Μάη 1968 εισήγαγε τον κυνισμό στην κοινωνία και την πολιτική».
Κατηγόρησε την κληρονομιά του Μάη του ΄68 ακόμη και για τις φιλάργυρες και βρώμικες επιχειρηματικές πρακτικές. Η επίθεση του Μάη του ’68 στα ήθη της κοινωνίας βοήθησε να «αφυπνιστεί η ηθική του καπιταλισμού, να προετοιμαστεί το έδαφος για τον αδίστακτο καπιταλισμό των χρυσών αλεξίπτωτων για τα διεφθαρμένα αφεντικά.» Έτσι, η γενιά του ’60 φέρεται ως υπεύθυνη για την Ενρον, τον Κόνραντ Μπλακ, την κρίση των subprime lending δανείων, την τράπεζα Νόρθερν Ροκ, τους διεφθαρμένους πολιτικούς, την δικτατορία της «ελεύθερης αγοράς», μιας κουλτούρας που τη στραγγαλίζει ο χυδαίος οππορτουνισμός.
Ο αγώνας κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, κράτησε 10 χρόνια. Το 2003, ακόμη περισσότερος κόσμος βγήκε στους δρόμους στην Ευρώπη και την Αμερική, για να προσπαθήσει να σταματήσει τον πόλεμο στο Ιράκ. Η προληπτική επίθεση απέτυχε. Το κίνημα δεν είχε την αντοχή και την απήχηση των προκατόχων του. Μέσα σε 48 ώρες είχε ουσιαστικά εξαφανιστεί, υπογραμμίζοντας την αλλαγή των καιρών.
Ήταν τα όνειρα και οι ελπίδες του 1968 όλα απατηλές φαντασιώσεις; Ή μήπως η ιστορία απέβαλε κάτι καινούργιο που ήταν έτοιμο να γεννηθεί; Επαναστάτες- ουτοπιστές αναρχικοί, Φιντελίστας, Τροτσκιστές κάθε είδους, Μαοϊστές όλων των λογιών- θέλανε όλο το δάσος. Οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες εμμέναν στα επιμέρους δέντρα. Το δάσος, μας προειδοποίησαν, μας αποσπούσε την προσοχή, παραήταν απέραντο και αδύνατο να οριστεί, ενώ ένα δέντρο ήταν ένα κομμάτι ξύλο που μπορούσε να ταυτοποιηθεί, να βελτιωθεί και να σκαλιστεί σε μια καρέκλα ή ένα τραπέζι. Σήμερα και το δέντρο έχει χαθεί.
«Είστε σαν τα ψάρια που βλέπουν μόνο το δόλωμα και ποτέ την πετονιά», τους περιγελούσαμε σε απάντηση. Γιατί πιστεύαμε –κι ακόμη πιστεύουμε- οτι οι άνθρωποι δεν πρέπει να μετριώνται με την υλική τους ιδιοκτησία αλλά με την ικανότητά τους να μεταμορφώσουν τις ζωές των άλλων- των φτωχών και των μη προνομιούχων. Οτι η οικονομία έπρεπε να οργανωθεί ξανά με βάση τα συμφέροντα των πολών, όχι των λίγων. Κι οτι ο σοσιαλισμός δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ποτέ χωρίς δημοκρατία. Πάνω απ’ όλα πιστεύαμε στην ελευθερία του λόγου.
Πολλά από αυτά μοιάζουν ουτοπικά σήμερα και κάποιοι, για τους οποίους το 1968 δεν ήταν,τότε, αρκετά ριζοσπαστικό, έχουν ασπασθεί το παρόν και, σαν μέλη αρχαίων θρησκειών που εύκολα περνούσαν από την οργιαστική λατρεία στην αγνότητα, θεωρούν τώρα κάθε είδους σοσιαλισμό ως το φίδι που έβαλε την Εύα σε πειρασμό στον παράδεισο.
Η κατάρρευση του «κομμουνισμού» το 1989 έθεσε τη βάση για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, το Washington Consensus, μέσω του οποίου η άρνηση του κράτους να επιβάλει ρυθμίσεις και η είσοδος του ιδιωτικού κεφαλαίου σε μέχρι τότε ιερούς και απραβίαστους τομείς κοινωνικών παροχών θα έφτανε να είναι η συνήθης κατάσταση παντού, καταργώντας την παραδοσιακή σοσιαλιστική δημοκρατία και απειλώντας τη δημοκρατική διαδικασία καθεαυτή.
Κάποιοι, που κάποτε ονειρεύτηκαν ένα καλύτερο μέλλον, απλά τα παράτησαν. Άλλοι έμαθαν να πιστεύουν σε ένα πικρό επίγραμμα: αν δεν μάθεις από την αρχή, δεν κερδιζεις τίποτα [«unless you relearn, you won’t earn»] Η Γαλλική ιντελλιγκέντσια, που είχε, από τον Διαφωτισμό και μετά, καταστήσει το Παρίσι το πολιτικό εργαστήρι του κόσμου, σήμερα δείχνει το δρόμο με υποχωρήσεις σε όλα τα μέτωπα. Φυγάδες κρατούν πόστα σε κάθε Δυτικοευρωπαϊκή κυβέρνηση και υπερμάχονται πολέμων, κρατικής τρομοκρατίας και νεοαποικιακών κατοχών. Άλλοι που τώρα έχουν αποσυρθεί από την ακαδημαϊκή ζωή, ειδικεύονται στην παραγωγή αντιδραστικών ξερασμάτων στην μπλογκόσφαιρα, επιδεικνύοντας τον ίδιο ζήλο με τον οποίο κάποτε κατακεραύνωναν τους αντιπάλους τους στις φράξιες τους της άκρας αριστεράς. Κι αυτό ακόμη, δεν είναι τίποτα καινούργιο. Η επίκριση του Σέλλεϋ προς τον Γουέρντσγουερθ που, αφού καλοδέχτηκε την Γαλλική Επανάσταση, υποχώρησε σε έναν βουκολικό συντηρητισμό, το εξέφρασε καλά:
Στην τιμημένη φτώχια η φωνή σου υψώθηκε
Σε τραγούδια λατρείας στην αλήθεια και την ελευθερία
Τα εγκατέλειψες όμως κι έμεινα να θρηνώ
Που ενώ υπήρξες τέτοιος, έπαψες πια να υπάρχεις.
[In honoured poverty thy voice did weave
Songs consecrate to truth and liberty,
Deserting these, thou leavest me to grieve,
Thus having been, that thou shouldst cease to be.]
5 σχόλια:
Πρώτον, χαράς το κουράγιο σου, πραγματικά. Δεύτερον, η μετάφρασή σου ήταν μια χαρά, μπράβο.
Επί της ουσίας τώρα...Ξεχωρίζουν στο μυαλό μου 2 φράσεις...Το Βολταίρο θα βάλεις φυλακή; Οι γυναίκες και η οικογένεια μπορούν να γίνουν τόπος βίας και απόγνωσης. Αυτές μάλλον έμειναν για λόγους προσωπικής αναφοράς.
Καταπληκτικό κείμενο πάντως, πραγματικά και μάθημα ιστορίας μαζί.
Ακόμα ζηλεύω αυτή τη γενιά που είχε εχθρούς ορατούς, ζηλεύω αυτή τη γενιά που είδε κάτι να αλλάζει.
Τώρα έχουμε κομματοποιημένους φοιτητές, αριστεριστές του κώλου, αναρχοαυτόνομους που δείχνουν να μη βλέπουν, απολιτίλ νεολαίες που απλά αγνοούν. Κι ο εχθρός είναι αόρατος.
Τα κεκτημένα θεωρούνται δεδομένα και επαρκή. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα γυναικεία, τα ΛΟΑΤ δε μοιάζουν να επείγουν μάλλον. Η ενοχοποίηση και η ταυτόχρονη λατρεία του καπιταλισμού δημιουργούν μια αντίφαση στείρα.
Και ο σκοπός του παροπλισμού των όσων θα μπορούσαν να κάνουν κάτι δείχνει νά'χει πετύχει.
Το πρόβλημα είναι τριπλό. Αυτοί που πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται να αλλάξει κάτι. Αυτοί που πιστεύουν ότι δε γίνεται να αλλάξει κάτι και αυτοί που πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τα πάντα αλλά δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο τρόπος τους δεν έχει αποτέλεσμα. Αυτό στο επίπεδο αυτών που θα μπορούσαν να κάνουν κάτι. Τα υπόλοιπα προβλήματα είναι πολλαπλά.
Κι εμένα με συγκινεί όλη αυτή η ιστορία, αλλά αντί να μου δίνει ελπίδα αυτή την ώρα, με απελπίζει, γιατί νιώθω ότι η ιστορία όντως δεν θα επαναληφθεί με αυτό τον τρόπο. Κι όταν τον Άλλο τρόπο μάλλον δεν τον έχουμε βρει.
Σ'ευχαριστώ και πάλι για τη μετάφρασή σου και για τις σκέψεις τις πολλές που ήρθαν με όλο αυτό.
Νά'σαι καλά εκεί στο καταραμένο νησί. Θέλω κι εγώ λίγο Μπράιτον, μου έλειψε.
Όχι ρε σύ, μη σε παίρνει από κάτω... όσο δεν το βάζουμε κάτω, αλλάζουμε τον κόσμο.
Όπως είπα, κι εγώ δεν πιστεύω στη βία. Δεν πιστεύω οτι αλλάζει τίποτα, όχι όταν ο σκοπός μας είναι να φέρουμε τους ανθρώπους κοντά και να μάθουμε να ζούμε όλοι μαζί, αντί να προσπαθούμε να τους χωρίσουμε σε στρατόπεδα. Όμως, να, κοίταξε. Εδώ είμαστε, έχουμε έναν καινούργιο χώρο να αναπτυχθούμε μέσα του κι ένα καινούργιο μέσο να συζητήσουμε και να ανταλλάξουμε ιδέες κι εμπειρίες.
Είπα κάτι για το Open Source σ' ένα σχόλιο μέσα στο κείμενο. Το ξέρεις οτι το 70% από τον κώδικα, το software δηλαδή, που χρησιμοποιείται στο ίντερνετ είναι open source; Παναπεί, δεν ανήκει σε κανέναν, είναι τσάμπα και το ανβαθμίζει και υποστηρίζει μια κοινότητα από coders που το κάνουνε γιατί γουστάρουνε. Κι αυτό που γουστάρουνε είναι οτι μπορούν να το χρησιμοποιήσουν για να διακινούνε τις ιδέες τους ελεύθερα, και το έργο που παράγουνε (δηλαδή, ακόμη περισσότερο κώδικα!)
Και το web το ίδιο, ο δημιουργός του το έκανε "release" τσάμπα και ανοιχτό για όλους, ακριβώς γιατί δεν γούσταρε να το ελέγχει κανένας, και πίστευε οτι είναι κάτι μεγάλο, ευεργετικό, που πρέπει να ανήκει σε όλους μας. Αυτό θα πεί Power to the people και power to the imagination!
Οι ιδέες κινούνται στον δρόμο, μέσα, αλλά τώρα ο δρόμος έχει και μια καινούργια διάσταση. Θα γίνουνε μεγάλα πράγματα ρε σύ, περίμενε. Ακόμη είμαστε στην αρχή και πολεμάμε ακόμη τις πρώτες μάχες μας για μια νέα οικονομία και μια νέα κοινωνία. Μπορούμε να ζήσουμε και να συναλλαχθούμε χωρίς χρήματα και χωρίς σύνορα. Εμείς θα νικήσουμε και το δικό μας θα περάσει γιατί "εμείς" παραήμαστε πολλοί για να ηττηθούμε.
Το Μπράιτον, θα φύγω και θα μου λείψει κι εμένα. Όχι ακόμη όμως! Που μένεις όταν έρχεσαι εδώ;
Μπράβο για το κουράγιο σου να το μεταφράσεις όλο ετουτο το σεντόνι! Η μετάφραση πολύ καλή- κάτι σου έμεινε απ' το Ιόνιο!
Μου μοιάζουν με αρχαία ιστορία όλα αυτά, μια κι η γενιά μας έζησε την έκπτωση και την απομυθοποίηση της πολιτικής. Δεν ξέρω πώς μπορεί να αλλάξει κάτι, πάντως έχω εμπιστοσύνη μόνο σε μικρούς πυρήνες συλλογικότητας, που αλλάζουν τον εαυτό τους και το μικρόκοσμό τους- σε πρώτη φάση, τουλάχιστον. Τα μαζικά κινήματα μου φαίνεται πως πέρασαν οριστικά στο παρελθόν- άσε που τα μαζικά, εν γένει, καμμία εμπιστοσύνη δε μου γεννάνε.
(-απρένθεσις - φαινομενικώς άσχετη ερώτηση, αλλά κατ' ουσίαν λίαν σχετική: Έχεις διαβάσει Πόπερ; Προτείνω ανενδοίαστα το "Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της". Έχω κάνει κι ένα σχετικό ποστάκι προ μηνών- κλείνει η παρένθεσις).
Πάντως, στον τόπο το δικό μας, αυτό που βλέπω και με θλιβει είναι να δηλώνουν επαναστάτες αυτοί που κυνικά υποστηρίζουν την πιο παγερή συντήρηση, ντυμένη με αριστερίστικο λεξιλόγιο, που απλά χρησιμεύει στο να συντονίζει εύκολα και γρήγορα, μέσω εξαρτημένων, Παβλοφικών αντανακλαστικών, τα "ρονταρισμένα" μυαλά των όσων τους ακούν. Αυτοί που αποτελούν τους Ευγενείς Προστάτες του πλέον αγοραίου, ιδιοτελούς συντεχνιακού συνδικαλισμού.
Σταματώ εδώ, γιατί το σχόλιό μου αρχίζει να θυμίζει επικινδύνως κυριακάτικη επιφυλλίδα του Γιανναρά.
Χριστόφ, πρόσεχε τί λες για μικρούς πυρήνες συλλογικότητας γιατί θα μας πιάσουνε για sleeper cells τρομοκρατών της Αλ Κάιντα... :p
Εγώ, παραδόξως πώς, θεωρώ οτι οι συλλογικότητες που λες είναι πολύ διαδεδομένες και πολυπηθείς για να είναι "μικροί πυρήνες". Κι αισθάνομαι οτι οι κοινωνικές δυνάμεις, τελικά, το διάνυσμά τους τείνει προς την αλλαγή κι όχι την συντήρηση. Παραμένω αισιόδοξη κι εξακολουθώ να πιστεύω οτι ο καθένας μας κι όλοι μαζί, θ΄ αλλάξουμε τον κόσμο, προς το καλύτερο. Για κάποια πράγματα βλέπω να υπάρχει σίγουρα μαζικότητα, θυμίσου ας πούμε τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις για το Ιρακ, ή το χαμό που γίνεται κάθε φορά που έρχεται Αμερικανός πρόεδρος στην Αθήνα.
Απ΄ την άλλη, μαζικοί ήτανε κι οι πανηγυρισμοί για το Ευρωπαϊκό... άρα ΄ντάξει, σε νοιώθω. Δεν ξέρω όμως κατά πόσο μας παίρνει πλέον να μένουμε κλεισμένοι στο μικρόκοσμό μας, και ξανάρχομαι στο ίντερνετ. Ως φιξιονάς κι εσύ θα πρέπει να με καταλαβαίνεις γιατί κολλάω τόσο με τη δυνατότητα που μας δίνει να επικοινωνήσουμε και να οργανωθούμε. Και τελικά πόσο μικροί και τοπικοί είναι οι πυρήνες σκέψης και δράσης που σχηματίζονται στο διαδίκτυο; Κι έπειτα, οι ιδέες δεν χαμπαριάζουν από σύνορα, διαδίδονται, μεγαλώνουν και τα παίρνουν όλα σβάρνα.
Αλλά και το διαδίκτυο είναι ακόμη στα σπάργανα, όπως είπα. Τεσπά, ναι, Γιανναράς... :) Ζει ακόμη αυτός; Αρέσει στη μάνα μου!
ωραία προσπάθεια,μπράβο:)
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα